Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Βίος Οσίου Μελετίου του εν Ρόδω - Κτήτωρος της Μονής



Ο Όσιος Μελέτιος γεννήθηκε στο χωριό της Λάρδου στη Ρόδο κατά τα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Κατά το Άγιο Βάπτισμα, έλαβε το όνομα Εμμανουήλ και στη ζωή του πορεύθηκε με λίγα γράμματα, αλλά γεμάτος χάρες, αρετές, αγνότητα, καθαρότητα και πολλή αγάπη για το Θεό. Ο Όσιος Μελέτιος ήταν άνθρωπος προσευχής.
Ανακάλυπτε τις ερημικές περιοχές γύρω από τη Λάρδο,βοσκώντας τα πρόβατα του πατέρα του και γαληνεύοντας τη ψυχή του με την προσευχή και το ζήλο της μοναχικής ζωής. Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις του, ένα όραμα του υπέδειξε την εικόνα της Παναγίας Υψενής στη ρίζα ενός δέντρου.
Έπειτα από αυτό το όραμα και καθοδηγούμενος από τη χάρη της Παναγίας, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στο Θεό. Έτσι, έκτισε στο μέρος, όπου βρήκε την εικόνα τον Ιερό Ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Χειροτονήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Ιερομόναχος και Ηγούμενος της Μονής.
Έζησε αυστηρή ασκητική ζωή... Τα βράδια αποσυρόταν σε κάποιο σπήλαιο κοντά στη Μονή και προσευχόταν και την ημέρα εξομολογούσε τους Χριστιανούς, δίνοντας τους δύναμη να μην αλλαξοπιστήσουν στους δύσκολους εκείνους καιρούς. Έλαβε επίσης από το Θεό το χάρισμα των ιάσεωνκαι θεράπευε ασθενείς και πνευματικά βασανισμένες ψυχές.
Για την εθνικοθρησκευτική του δραστηριότητα, μισήθηκε και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους. Τελικώς, ο Όσιος απέδειξε την αθωότητα του ενώπιον του Μητροπολίτη και εξέπνευσε. Τιμήθηκε ως Άγιος από τους Χριστιανούς και τα λείψανα του, τα οποία ευωδιάζουν συνεχώς , έχουν μοιραστεί σε διάφορους τόπους. Τμήμα των Ιερών Λειψάνων, φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Υψενής ως ανεκτίμητος θησαυρός και πηγή ιάσεων και ευλογίας για όσους ευλαβικά τα προσκυνούν.
Η μνήμη του Οσίου τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (200 χρόνια από την κοίμηση του) 14 Ιουλίου.


Π. Β. Πάσχου

Αν η ορθόδοξος πνευματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τον εξαγιασμό των αισθήσεων και της καρδίας μας, διά μέσου της λειτουργικής, δηλαδή της μυστηριακής, ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως μας τη διαφύλαξε απλή και αγνή η πάντιμη Παράδοση, η Εκκλησία μας δεν θα μπορούσε να βρει μεγαλύτερο διδάσκαλο αυτής της ορθοδόξου πνευματικότητας, στη δύσκολη εποχή των μεταβυζαντινών χρόνων, από το νέο άγιο της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Και απ’ αυτόν τον άγιο πρέπει ν’ αρχίζει κάθε προσπάθεια για μια, ορθοδόξως εννοούμενη και βιούμενη, ανανέωση και αναζωπύρωση της ορθοδόξου πνευματικότητας. Ο Άγιος Νικόδημος, είναι η χρυσή πύλη από την οποία μπαίνει ο ορθόδοξος στη θεολογία των Πατέρων-για να φτάσει μέχρι της πρώτες ρίζες της, στους χρόνους των Αποστόλων. Γιατί ο δρόμος που πρέπει να πάρουμε για να γνωρίσουμε τη θεία γνησιότητα της Ορθοδοξίας μας, αρχίζει απ’ τον πλησιέστερο σε μας άγιο της Εκκλησίας μας, τον άγιο Νικόδημο, περνά από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τους τρεις Μεγάλους Ιεράρχες, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και φτάνει μέχρι τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο, τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Απόστολο Παύλο. Αυτός είναι ο δρόμος που εγγυάται καλύτερα την Ορθοδοξία της θεολογίας μας. Κι απ’ αυτήν την άποψη, η προσπάθεια του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη, του π. Ιακώβου Μαλλιαρού και των άλλων ορθοδόξων, που έγραψαν μικρότερα έργα για τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, είναι άξια πολλής προσοχής και τιμής, γιατί φέρνουν κοντά μας τον άγιο βίο και το ορθόδοξο έργο του μεγαλύτερου αγίου και συγγραφέως της ορθοδόξου Εκκλησίας, από τους χρόνους της μεταβυζαντινής εποχής ως σήμερα. Ας κάνουμε κ’ εμείς μια προσπάθεια προσεγγίσεως και γνωριμίας με το πρόσωπο και το έργο του θείου Νικόδημου.

Στις 14 Ιουλίου, κάθε χρόνο – από το σωτήριο έτος 1955, οπότε αναγνωρίστηκε η αγιότητα του Νικόδημου και αποφασίστηκε, « όπως από του νυν και εις το εξής εις τον αιώνα τον άπαντα Νικόδημος ο Αγιορείτης συναριθμήται τοις οσίοις και αγίοις της Εκκλησίας ανδράσιν, ετησίοις ιεροτελεστίαις και αγιαστείαις τιμώμενος και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος» – ακούγεται μαζί με το παλιό συναξάρι, σε όλες τις ορθόδοξες Εκκλησίες «τη ιδ’ του αυτού μηνός, μνήμη του οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Νικόδημου του Αγιορείτου, του σοφωτάτου της Εκκλησίας διδασκάλου».

Ο Όσιος Νικόδημος γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και ενάρετους το 1749, στο έμορφο νησί των Κυκλάδων το λεγόμενο Νάξος. Οι γονείς του Αντώνιος και Αναστασία Καλλιβούρτση, όταν τον βάπτισαν του έδωσαν το όνομα Νικόλαος και φρόντισαν όσο μπορούσαν πιο πολύ να τον αναθρέψουν με τ’ ορθόδοξο γάλα της πίστεως και της ευσέβειας. Πριν ακόμη έρθει σε ηλικία να πάει στο σχολείο άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα μ’ έναν ασυνήθιστο τρόπο: πήγαινε στο παράθυρο του σχολείου και άκουγε, με πόθο και δίψα μεγάλη, όλα τα μαθήματα που ο ιερέας-διδάσκαλος δίδασκε στο σχολείο της Χώρας Νάξου. Και τα μάθαινε καλύτερα απ’ ό,τι οι κανονικοί μαθητές. Βλέποντας αυτό τον ερωτά του για τα γράμματα ο ιερέας της ενορίας, τον παίρνει κοντά του και του μαθαίνει τα πρώτα γράμματα, μαζί με το «Χτωήχι» και το «Ψαλτήρι», τ’ αναγνωστικά του κρυφού σχολειού. Μαζί με τα γράμματα μαθαίνει ο νεαρός Νικόλαος να ψάλλει και να βοηθάει τον ιερέα στις Ακολουθίες της εκκλησίας, όπου στεκότανε με φόβο Θεού, χωρίς να πάθει αυτό που παθαίνουν σήμερα πολλά παιδιά ιερέων, ψάλτες, επίτροποι ή και ιερείς ακόμη, που εξοικειώνονται τόσο πολύ με το άγιο Βήμα και δεν προσέχουν πως στέκονται, κάθονται ή συμπεριφέρονται, και συνομιλούν σαν να βρίσκονται σε χώρο οικιακό ή χώρο διασκεδάσεως. Στα δώδεκα του χρόνια ο «μικρός σοφός» Νικόλαος μπαίνει στην περίφημη Σχολή της Νάξου, όπου ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον ξακουστό για τη σοφία του αρχιμανδρίτη Χρύσανθο Εξωχωρίτη, αδερφό του ισαποστόλου και ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού. Μέρα με την ήμερα μεγάλωνε η φλόγα του για μάθηση και γι’ αρετή. Γι’ αυτό σαν έγινε δεκαπέντε χρονών, τον παίρνει ο πατέρας του και τον πηγαίνει με συστατικές επιστολές του επισκόπου της Νάξου στη Σμύρνη, όπου λειτουργούσε η λαμπρή Σχολή Σμύρνης, γνωστή αργότερα με το ’νομα «Ευαγγελική Σχολή».Σ’ αυτή τη Σχολή ο άγιος θα γνωριστεί με μια πρώτη μορφή κοινοβίου, τη μαθητική, και θα μείνει πέντε ολόκληρα χρόνια. Διδάσκαλος του εδώ χρηματίζει ο ονομαστός για την αρετή και τη σοφία του Τιμόθεος Βουλισμάς ο Ιθακήσιος. Η άκρα επιμέλεια του Νικολάου, μαζί με τη φωτεινή κρίση του, την καταπληκτική και πλουσιότατη μνήμη του και τις θαυμαστές επιδόσεις του σε όλα τα μαθήματα, άρχισαν να γίνονται πλατύτερα γνωστές και να καταπλήττουν τους πάντας. Ένας συμμαθητής του, που θεωρούσε τον άγιον ως «εξαίσιον θαύμα της εποχής», γράφει το έξης γι’ αυτόν σε μια επιστολή του: «εγνώριζεν απ’ έξω όσα έδιάβαζεν, όχι μόνον τας φιλοσοφικάς, οικονομικάς, ιατρικάς, αστρονομικάς και στρατιωτικάς εισέτι πραγματείας, αλλά και όλους τους ποιητάς, ιστορικούς, παλαιούς και νέους, Έλληνας και Λατίνους, καθώς επίσης και όλα τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Τω ήρκει να διάβαση μόνον μίαν φοράν οιονδήποτε βιβλίον και εις όλην του την ζωήν να το ενθυμήται»! Μαθαίνει τώρα στη Σχολή της Σμύρνης την Ιταλική, την Λατινική και τη Γαλλική γλώσσα. Την Ελληνική, βέβαια, την ήξερε τόσο τέλεια, που μπορούσε να μιλήσει και να γράφει οποιαδήποτε γλωσσική μορφή και διάλεκτο της ελληνικής, απ’ την ομηρική μέχρι την απλοελληνική. Αυτό το διακρίνει κανείς εύκολα στα σοφότατα συγγράμματα του. Μερικοί βιογράφοι θέλοντας να τονίσουν αυτή τη ξεχωριστή επίδοση στο καθένα από τα μαθήματα – της θύραθεν και της θεολογικής παιδείας -θυμούνται εδώ πολύ επίκαιρα εκείνο, που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είπε για το συσπουδαστή του Μέγα Βασίλειο: «ποίον είδος ουκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε ποιον ου μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς εν ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως των άλλων ουδείς».

Η πυρπόληση του τούρκικου στόλου στο Τσεσμέ στα 1770, εξαγριώνει τους Τούρκους οι οποίοι ξεσπούν στους χριστιανούς της Μ. Ασίας, με διωγμούς και σφαγές. Έτσι, αφήνει τη Σμύρνη ο Άγιος και επανέρχεται στη Νάξο. Εκεί μένει επί πέντε χρόνια κοντά στον επίσκοπο Άνθιμο, ο οποίος τον προετοιμάζει για τα «τελειότερα της χάριτος». Όντας γραμματεύς του επισκόπου, γνωρίστηκε με τους «δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης» Αγιορείτες μοναχούς Γρηγόριο, Νήφωνα και Γέροντα Αρσένιο. Οι άγιοι αυτοί μοναχοί ήταν «Κολλυβάδες», και ήταν βαθιά προσκολλημένοι στην ορθόδοξη παράδοση και το αρχαίο τυπικό της Εκκλησίας. Απ’ αυτούς μυήθηκε ο άγιος στη λεγόμενη «νοερά προσευχή».

Οι ασκητικοί πόθοι του, προσανατολισμένοι από καιρό για το άγιον Όρος, γίνονται τώρα φλογερότεροι. Δυο γνωριμίες στην Ύδρα, αυτό τον καιρό, θα ενισχύσουν τη φλόγα και θ’ ανάψουν τη μεγάλη φωτιά στην καρδιά του, όπου θα καούν όλα τα εγκόσμια, θα γνωρίσει δηλ. τον άγιο Μακάριο το Νοταρά, Μητροπολίτη της Κορίνθου, με τον όποιο τόσο θα συνδεθεί πνευματικά και θα συνεργασθεί αργότερα, και τον περιβόητο για την αρετή του μοναχό Σίλβεστρο τον Καισαρέα. Τώρα πια δεν μπορεί να τον κρατήσει τίποτε μακριά απ’ το άγιον Όρος. Αφήνει τα πάντα για να γίνει αγιορείτης μοναχός. Παίρνει συστατικά γράμματα απ’ τον μοναχό Σίλβεστρο, και μετά συνεννοείται με τον πλοίαρχο του καραβιού, που είναι αραγμένο στο γιαλό και ξεκινά σε λίγο για το άγιον Όρος. Όμως, φεύγει το καράβι δίχως να τον ειδοποιήσει, άγνωστο γιατί. Τότε ο Άγιος, τρέχοντας στην παραλία, φωνάζει τον καπετάνιο να τον πάρει· μα σαν είδε πως δεν τον ακούγανε, δίνει μια και πέφτει όπως ήταν στη θάλασσα, για να φτάσει το καράβι κολυμπώντας. Ω! τι μεγάλη φωτιά είχε ανάψει μέσα στην καρδιά του ο έρωτας προς το Θεό και η αγάπη της ασκήσεως! Τον είδαν έπειτα οι ναύτες, καθώς έπεφτε στη θάλασσα, γύρισαν τον πήραν και πήγαν στο άγιον Όρος. Εδώ, στη Μονή αγίου Διονυσίου, λαβαίνει το μικρό μοναχικό σχήμα και μετονομάζεται από Νικόλαος – Νικόδημος. Οι αδελφοί της Μονής, που δεν άργησαν να διαπιστώσουν τη σοφία του και την αρετή του τον έκαμαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής του αγ. Διονυσίου. Μετά δυο χρόνια τον καλεί στις Καρυές, όπου μένει ως προσκυνητής, ο άγ. Μακάριος Κορίνθου, για να συνεργασθούν στη «Φιλοκαλία» και στον Ευεργετηνό. Μετά την αναχώρηση του αγίου Μακαρίου, ο άγιος Νικόδημος παραμένει για κάμποσο καιρό στο κελί των «Σκουρταίων», πότε συγγράφοντας δικά του και πότε τακτοποιώντας και αντιγράφοντας παλαιά πατερικά συγγράμματα· ύστερα κατεβαίνει πάλι στη Μονή του αγίου Διονυσίου. Φεύγει σε λίγο μ’ ένα καράβι για τη Ρουμανία, για να διδαχθεί καλύτερα τη «νοερά Προσευχή» απ’ τον άγιο κοινοβιάρχη Παΐσιο, όπου είχε υπό την πνευματική προστασία του χιλιάδες μοναχούς. Τους πιάνει όμως μεγάλη τρικυμία και μόλις που γλύτωσαν και βγήκαν στη Θάσο. Γυρνάει πάλι, αλλάζοντας πια σκοπό, στο άγιον Όρος. Διψώντας, όμως, περισσότερη ησυχία και άσκηση πηγαίνει στο ξεμοναχιασμένο κελί «Άγιος Αθανάσιος», όπου επιδίδεται εξαντλητικά σε αδιάλειπτη και νοερά προσευχή. Όταν αργότερα ήρθε απ’ τη Νάξο ο μοναχός Γέρων Αρσένιος κ’ εκάθησε στην « Καψάλα», ο άγιος Νικόδημος πήγε κ’ έγινε υποτακτικός του. Εδώ ο κάλαμος του Αγίου συγγράφει, ενώ το σώμα του, απ’ την πολλή νηστεία και άσκηση, γίνεται έν’ αδύναμο καλάμι, απ’ όπου περνώντας το άγιο Πνεύμα και η χάρη του Θεού, δημιουργούν ένα εξαίσιο ποίημα: ένα νέον Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας!

Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1782, ο Γέρων Αρσένιος πηγαίνει για να «ησυχάση» στη Σκυροπούλα, ένα μικρό ξερονήσι απέναντι από τον Άθωνα. Μαζί του πηγαίνει κι ο άγιος Νικόδημος. Άγονο το νησί και ερημικό. Οι μόνοι που το κατοικούν είναι οι ψαροφάγοι, τ’ αγριοπούλια που τρώνε ψάρια και σκούζουν σαν κλαυθμηρίζοντα νήπια. Ωστόσο τα δάκρυα και οι αλάλητοι στεναγμοί των δύο άγιων μοναχών θα το κάμουν γονιμότατο. Απ’ αυτό θα βλαστήσει το ωραιότερο βιβλίο του αγίου Νικόδημου, το αριστουργηματικό «Εγχειρίδιον», που το ᾽γραψε κατά παράκληση του εξαδέλφου του Ιεροθέου, επισκόπου Ευρίπου, χωρίς να έχει κανένα βιβλίο μαζί του. Ο μεγάλος αυτός άθλος φαίνεται ακόμη μεγαλύτερος όταν ιδεί κανείς πόσα αυτούσια κομμάτια από Πατέρας και κλασσικούς συγγραφείς έχει το «Εγχειρίδιον», με υποσημειώσεις και παραπομπές, τις οποίες φύλαγε θαυμάσια στη μνήμη του ο Άγιος «πάνθ’ όσα δι’ αναγνώσεως έφθη έντυπωθέντα, τω, κατ’ Αριστοτέλη, αγράφω αβακίω της εμής φαντασίας, και, κατά Πρόκλον, τοις ιεροίς συκοίς του εμού νοός»· ή μάλλον ειπείν το του θείου Δαβίδ: « άπερ εν τη καρδία μου έκρυψα θεία λόγια, όπως αν μη αμάρτω». Ο Ιερόθεος του στέλνει, λαβαίνοντας το Συμβουλευτικό εγχειρίδιον, «τροφάς και σκεπάσματα».

Γυρνάει μετά στο άγιον Όρος, όπου λαβαίνει το μέγα και αγγελικό σχήμα, και πιάνει οριστικά μια δική του καλύβα στου «Θεωνά». Εκεί ο άγιος Νικόδημος εργάζεται, προσεύχεται, συμβουλεύει τα πλήθη των κοσμικών, των μοναχών και των κληρικών που τον επισκέπτονται, και ολοένα συγγράφει. Ετοιμάζει για έκδοση τα κείμενα του μεγάλου μυστικού αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, κ’ έργα δικά του, όπως το «Εξομολογητάριον», το « Θεοτοκάριον», τον «Αόρατον Πόλεμον», το «Νέο Μαρτυρολόγιον», τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Ακόμα ετοιμάζει τα «Άπαντα» του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, με σημειώσεις πολλές και σχόλια, που χάθηκαν όλα δυστυχώς στη Βιέννη πριν ακόμα τυπωθούν. Η λύπη του αγίου Νικόδημου για τα συγγράμματα του μεγάλου ησυχαστού που χάθηκαν ήταν κάτι το θανατερό: «κλαίων και οδυρόμενος, μόλις το έμαθε, δεν ηθέλησε να σταθή μίαν ώραν εις την καλύβην του». Πήγε στους αγαπητούς του Σκουρταίους για να παρηγορηθεί. Ανάλογη πίκρα θα νοιώσει ο Άγιος αργότερα, όταν στο «Πηδάλιόν» του, που έστειλε στη Βενετία για να τυπωθεί, θα προσθέσουν και θ’ αλλοιώσουν, κάπου 18 σημεία των υποσημειώσεων του, « εις υποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιών, και ξένων και οθνείων προς το πνεύμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας φρονημάτων». Ο άγιος Νικόδημος πληγώθηκε τόσο, που «το είχε κάλλιον πολλάκις να τον εκτύπα (ο παραποιήσας) εις την καρδίαν με μάχαιραν, παρά να προσθέση ή αφαίρεση εις το βιβλίον του».

Ακολουθούν συχνές μετοικεσίες του αγίου από τόπο σε τόπο, ώσπου να βρει μια μικρήν ησυχαστικήν καλύβα, απέναντι απ’ το κελί του «Αγίου Βασιλείου», όπου θα ζήσει ασκητικότατα, σαν αετός της έρημου, συγγράφοντας τα χαριτωμένα βιβλία του και πολεμώντας με τον παντοτινό εχθρό και πολέμιο των αγίων αγωνιστών, τον δαίμονα. Έρχονται οι ερμηνείες στις 14 Επιστολές του αποστόλου Παύλου και στις 7 Καθολικές, ο «Κήπος Χαρίτων», η «Χρηστοήθεια», ο «Συναξαριστής» και το θεολογικότατο «Εορτοδρόμιον»». Συγγράμματα, που αν δεν τα είχε, με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού εκείνη την εποχή η Ορθοδοξία, κανείς δεν ξέρει τι θα είχαν αφήσει όρθιο οι λαίλαπες της πονηρής Δύσεως και η μανία του αγρίου και βαρβάρου κατακτητού.

Συντομεύουμε τη διήγηση, γιατί τα περί του αγίου Νικόδημου δεν έχουν σχεδόν τέλος. Εξασθενημένος από την άσκηση και χτυπημένος από ημιπληγία, περνάει τις τελευταίες επίγειες ήμερες του στο κελί των καλών «Σκουρταίων». Προαισθανόμενος το τέλος του, κάνει γενική εξομολόγηση, Ευχέλαιο, και μεταλαβαίνει κάθε μέρα των Αχράντων Μυστηρίων. Ένας ψίθυρος θερμός κινεί τα χείλη του ασταμάτητα. «Δεν μπορώ, πατέρες μου, λέγει, να προσευχηθώ νοερώς και προσεύχομαι με το στόμα». Ταπείνωση, ακόμη και στην ώρα του θανάτου!

Πέρασε η μέρα. Το βράδυ κοινώνησε και πάλι και ησύχασε πολύ. Οι πατέρες τον ρώτησαν «Διδάσκαλε ησυχάζεις;» Κ’ εκείνος τους αποκρίνεται με τον περίφημο αυτό λόγο « τον Χριστόν έβαλα μέσα μου, πως να μη ησυχάσω»!

Στις 14 Ιουλίου του 1809, μέρα Τετάρτη, ο άγιος Νικόδημος παρέδωκε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, όταν έβγαινε ο ήλιος -ένας ήλιος ανέτελλε, κ’ ένας άλλος, πνευματικός, βασίλευε. Τόση ήταν η θλίψη των χριστιανών και των Μοναχών, που ένας αγράμματος αλλά ευλαβής χριστιανός, είπε αυτά τα λόγια! « Πατέρες μου, καλύτερον ήτον να απέθνησκον σήμερα χίλιοι χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος».

Ο Άγιος Νικόδημος, ο όποιος, δυστυχώς αγνοείται σήμερα κατά μέγα μέρος, απ’ την «επίσημη» θεολογία και τον λαό της Εκκλησίας μας, με τα συγγράμματά του σε πολλά και πολλούς κλάδους θεολογικούς διακονούντα, υπήρξε «κανονολόγος, λειτουργιολόγος, αγιογράφος, ασκητικός συγγραφεύς, έκδοτης βιβλίων, είς εκ των πλέον γονίμων συγγραφέων και αναμφιβόλως, ο πλέον φιλόπονος Μοναχός, διά του οποίου ύστερα από πολλούς αιώνας, δοξάζεται πάλιν η ελληνική Εκκλησία». Αλλά πάνω απ’ όλ’ αυτά, πρέπει να τονισθεί ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος ορθόδοξος μυστικός θεολόγος των τελευταίων εκατονταετηρίδων της Εκκλησίας μας, και ότι είναι ο πλησιέστερος μυσταγωγός που μπορεί να μας οδηγήσει, ως ποιήσας και διδάξας, με τα μυστικά και πρακτικά του συγγράμματα, στον ωραίο και πάντερπνο Παράδεισο, στους κόλπους του αγαπημένου Ιησού, όπου εκείνος αναπαύεται από των κόπων του, και πρεσβεύει απαύστως υπέρ ημών.

( Περιοδικό ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Ποιός μας δίνει μαρτυρία ότι υπάρχει Θεός.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Κι εσύ και η γερόντισσα μητέρα σου είστε αφιερωμένες στην ορθόδοξη πίστη. Από τότε που αρχίσατε να εκπληρώνετε τις εντολές της νηστείας, της προσευχής, της ελεημοσύνης και της Μετάληψης, από τότε τα μυστικά της αλήθειας όλο και περισσότερο σας αποκαλύπτονται. Πράγματι αυτός είναι ο ορθός δρόμος: μέσω της εξάσκησης του γνωστού φθάνουμε στο άγνωστο. Κατά τη σιωπηλή και μακροχρόνια προσευχή η αλήθεια εμφανίζεται. Όμως η καρδιά σου φλέγεται από την επιθυμία, ώστε και πολλούς άλλους να κατευθύνεις στην οδό της αλήθειας. Αλλά οι άνθρωποι είναι άνθρωποι: σε κάποιον ο νους είναι σκοτισμένος από τα ψέματα, σ’ άλλον η καρδιά πετρωμένη από τα πάθη, και δεν γίνεται εύκολα. Χρειάζεται πολύς καθαρισμός και μεγάλοι αγιασμοί και επταπλάσιες νίψεις στον Ιορδάνη. Έτσι ενας εργάτης από το Βανάτι σ΄ εξέπληξε με την ερώτηση: «Ποιος μαρτυρεί ότι υπάρχει ο Θεός;» Και εσύ παραξενεύεσαι, τι να του απαντήσεις. Πρώτα προσευχήσου στον Θεό γι’ αυτόν, και μετά απάντησε του ως έξης:

Μαρτυρεί το χόρτο. Εάν αναζητάς, αδελφέ, μάρτυρα κάτω από τα πόδια σου, σου μαρτυρεί το πράσινο χόρτο, του οποίου η γενεαλογία φθάνει μέχρι εκείνη την ήμερα και τη στιγμή που ακούστηκε ο λόγος του Δημιουργού: «Βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ου το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γης» (Γεν. 1,11).

Μαρτυρεί ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια. Εάν αναζητάς, αδελφέ, μάρτυρες πάνω από το κεφάλι σου, σου μαρτυρεί ο διάπυρος ήλιος, το παράξενο φεγγάρι και σμήνος από αστέρια. Πήγαινε μέχρι όπου θες ψάχνοντας τη γενεαλογία τους, δεν θα βρεις το τέλος μέχρι να φτάσεις έως εκείνη την ημέρα και στιγμή, όταν πάνω από το σκοτάδι και το χάος ήχησε ο λόγος του Θεού: «Γενηθήτωσαν φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού εις φαύσιν επί της γης … τους δύο φωστήρας τους μεγάλους … και τους αστέρας» (Γεν. 1,14 και 16)!

Μαρτυρεί η θάλασσα και ο αέρας. Εάν αναζητάς, αδελφέ , μάρτυρα γύρω σου στο μάκρος και στο πλάτος και στο βάθος, σου μαρτυρεί η θάλασσα και ο αέρας και το όρος και το δάσος, οι σωροί χώματος των μυρμηγκιών και η κηρήθρα των μελισσών και ό,τι ζει στη θάλασσα και στον αέρα και στα όρη και στα δάση και μέσα στους σωρούς χώματος και στα κελιά. Πήγαινε προς τα πίσω στη γενεαλογία τους, μην στρίβεις ούτε αριστερά ούτε δεξιά -όμως μην ρωτάς οποιονδήποτε για τον δρόμο- και θα πρέπει να φτάσεις έως εκείνη την εορταστική στιγμή, στην οποία ξεχύθηκε από τον ουρανό η φωνή της αγάπης: να γίνει, να γίνει, να γίνει! «Και εγένετο ούτως» (Γεν. κεφ. 1).

Μαρτυρεί το βόδι και το γαϊδούρι, κατά τον λόγο του προφήτη ο όποιος κραυγάζει: «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού» (Ησ. 1,3).

Πές μου, αδελφέ, ποιά ύλη κάτω από τους ουρανούς δεν μαρτυρεί περί Θεού. Σου δίνω εκατό έτη χρόνο, για να ταλαιπωριέσαι μ’ αυτή τη μάταιη ταλαιπωρία και να ψάχνεις έστω κι ένα μοναδικό χορταράκι, το όποιο να μην μαρτυρεί περί του μεγαλειώδους όντος του Δημιουργού του. Όμως για να σου συντομέψω τούτη την προθεσμία και για να σε βοηθήσω να βρεις ποιος δεν μαρτυρεί περί του Θεού θα στο αποκαλύψω: μόνο και μόνοι σ’ ολόκληρη την οικουμένη οι διεστραμμένοι άνθρωποι.

Μαρτυρεί η τάξη και το μέτρο και ο αριθμός και η θεϊκή αρμονία όλης της δημιουργίας. Μαρτυρεί ο νους και η συνείδηση όλων των άγιων και δικαίων ψυχών. Όμως, πάνω απ’ όλους και απ΄ όλα πάντα μαρτυρεί ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, στον όποιο ο μεγάλος και αιώνιος Θεός φανερώθηκε εν σώματι ως άνθρωπος, επισκέφθηκε το ανθρώπινο γένος, ανακοίνωσε τα μυστικά, έδειξε την οδό, άνοιξε τον Παράδεισο. Εάν κάποιος θέλει και με τα μάτια του να δει τον Θεό και με τα αυτιά να Τον ακούσει -όντως και αύτη την επιθυμία εκπλήρωσε ό Δημιουργός στους ανθρώπους- ας κοιτάξει τον Ιησού Χριστό. Και θα δει και θα ακούσει, και θα ζωντανέψει με νέα ζωή.

Έτσι μπορείς να απαντήσεις σ΄ εκείνη τη φτωχή ψυχή, η όποια διψασμένα ψάχνει τον Θεό και επιθυμεί να Τον δει και να Τον ακούσει. Όμως αυτό δεν είναι το μόνο που μπορεί να λεχθεί. Αυτό είναι μόνο ένα δεμάτι στον πελώριο αγρό του Θεού, στον όποιο ό,τι μεγαλώνει μαρτυρεί περί του Δημιουργού του. Και για τίποτα άλλο δεν μεγαλώνει παρά για να δείξει τη μαρτυρία του και να φύγει! Ενώ εσύ, κύρη, συνέχισε να δυναμώνεις στην αρετή σου. Και μην κοιτάς ούτε αριστερά ούτε δεξιά εκτός από την οδό της σωτηρίας. Σε λίγο πρέπει να πεθαίνουμε. Και εκεί, υστέρα από τον θάνατο, μας περιμένει η Κρίση του Θεού για το πως εμείς, ως οι πιο κοντινοί του Θεού, μαρτυρούσαμε τα περί Θεού. Και στη Δίκη υπάρχουν δυο στρατιές των ανθρώπων: η μία στη δεξιά πλευρά του Κυρίου της δόξας, η οποία σ’ αυτή τη ζωή δεν ντράπηκε για τον Χριστό, και η άλλη στην αριστερή πλευρά Του, η οποία σ’ αυτήν τη ζωή «εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ» (Μάρκ. 8,38) ντράπηκε για τον Χριστό.

Ειρήνη σε σένα και ευλογία του Θεού.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλω, σ.255-258

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία (π. Γεώργιος Μεταλληνός, Κοσμήτορας της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Αν θέλαμε να ορίσουμε συμβατικά τον Χριστιανισμό, ως Ορθοδοξία, θα λέγαμε ότι είναι η εμπειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού) [1] μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του ανθρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν». Με δεδομένη την διηνεκή παρουσία του Θεού εν Χριστώ, στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη του παρέχει την δυνατότητα διατήρησης ή αποκατάστασης της υγείας του μέσα από μια ορισμένη θεραπευτική διαδικασία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Ο γράφων είναι σε θέση να κατανοήσει τη σύμπτωση ιατρικής και εκκλησιαστικής ποιμαντικής επιστήμης στο σημείο αυτό, διότι ως διαβητικός και ως χριστιανός γνωρίζει, ότι και στις δύο περιπτώσεις οφείλει να ακολουθήσει πιστά τα οριζόμενα εκατέρωθεν για την επίτευξη του διπλού στόχου.
Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώστε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν», αυτό που ο Θεός είναι από την φύσιν του (άναρχος και ατελεύτητος). Αυτή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας. Δεν πρόκειται για μια ηθική βελτίωση του ανθρώπου, αλλά για την εν Χριστώ ανα-δημιουργία, ανά-πλαση ανθρώπου και κοινωνίας μέσα από την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με το Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Αυτό εκφράζει η φράση του απ. Παύλου (Β΄ Κορ. 5,17): «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις». Ο ενωμένος με τον Χριστώ είναι καινούργιο δημιούργημα. Γι’ αυτό χριστιανικά η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, η λυτρωτική «εισβολή» του Αιωνίου και Υπέρχρονου μέσα στον ιστορικό χρόνο, είναι η αρχή ενός νέου κόσμου, μιας κυριολεκτικά «Νέας Εποχής» (New Age), που συνεχίζεται ως τα πέρατα των αιώνων, στα πρόσωπα των αυθεντικών χριστιανών, δηλαδή των Αγίων.
Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνία υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, ως ένταξη σε αυτή την αναγεννητική διαδικασία.[2] Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας επιτελείται με μια συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί ως ένα παγκόσμιο θεραπευτήριο. «Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνεματικό Νοσοκομείο) ονομάζεται η Εκκλησία από τον ιερό Χρυσόστομο (†407). Στην συνέχεια θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα 1) Ποια είναι η αρρώστια την οποία θεραπεύει η χριστιανική Ορθοδοξία; 2) Ποια είναι η θεραπευτική μέθοδος που εφαρμόζει; 3) Ποια είναι η ταυτότητα του αυθεντικού χριστιανισμού, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις αιρετικές αποκλίσεις του, αλλά και από κάθε μορφή θρησκείας;[3]
1. Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει» Ρωμ. 8.22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ενότητας σύννομη της ανθρωπότητας. (βλ. Πραξ.17.26). η Χριστιανική Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μόνο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωση αληθείς ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2.4), αφού ο Θεός είνα «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄ Τιμ. 4.10). η αρρώστια λοιπόν για την οποία μιλάει ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5.12: «...εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω (= λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (=αστόχησαν στην πορεία τους προς την θέωση. Όπως δε η πτώση (δηλαδή η αρρώστια) είναι πανανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία – θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε ανθρώπου.
Η φυσική (αυθεντική) κατάσταση του ανθρώπου προσδιορίζεται, αγιοπατερικά, από την λειτουργία μέσα του, τριών μνημονικών συστημάτων, δύο από τα οποία γνωρίζει και ελέγχει η επιστήμη της ιατρικής, ενώ το τρίτο είναι υπόθεση της ποιμαντικής θεραπευτικής. Το πρώτο είναι η κυτταρική μνήμη (DNA), που καθορίζει τα πάντα στον ανθρώπινο οργανισμό. Το δεύτερο είναι η εγκεφαλική κυτταρική μνήμη, η λειτουργία του εγκεφάλου, που ρυθμίζει την σχέση μας με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τα δύο αυτά συστήματα γνωρίζει η επιστήμη της ιατρικής και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Η εμπειρία των Αγίων γνωρίζει ένα ακόμη μνημονικό σύστημα, την καρδιακή ή νοερά μνήμη, που λειτουργεί μέσα στην καρδιά. Η καρδιά, στην Ορθόδοξη παράδοση, δεν λειτουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακίνησης του αίματος. Ακόμη κατά την πατερική διδασκαλία, δεν είναι ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα το κέντρο της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά η καρδιά. Διότι πέρα από τη φυσική έχει και μια υπερφυσική λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλαδή ενέργειά Του. Βέβαια αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την εμπειρία των Αγίων και όχι με τη λογική λειτουργία και τη διανοητική θεολόγηση. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (†1809), ανακαιφαλαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιον» ονομάζει την καρδιά κέντρο φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσικό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί, διότι η καρδιά κυριαρχείται από τα πάθη. Η υπερφυσική λειτουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση, την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την θέωση του, ως πλήρη ένταξή του στην εν Χριστώ κοινωνία.
Στην υπερφυσική της λειτουργία η καρδιά γίνεται χώρος ενεργοποίησης του νου. Στον γλωσσικό κώδικα της Ορθοδοξίας ο νους (στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του ανθρώπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στην θέα του Θεού ή θεοπτία. Βέβαια πρέπει να διευκρινήσουμε ότι η γνώση του Θεού δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης και απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας. Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη εκδοχή του Χριστιανισμού. Η ενέργεια του νου μέσα στην καρδιά ονομάζεται «νοερά λειτουργία» (noetic faculty) της καρδιάς. Διευκρινίζουμε, και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην καρδιά.
Η νερά λειτουργία πραγματώνεται ως αδιάλειπτη προσευχή (πρβλ. Α΄Θεσσ. 5,17) του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4,6 · Ρωμ.8,26· Α΄Θεσσ. 5,19), και ονομάζεται από τους αγίους πατέρες μας «μνήμη Θεού». Έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του τη «μνήμη του Θεού», ακούοντας δηλαδή στην καρδιά του την «φωνή» (Α΄ Κορ. 14,11ε. Γαλ. 4,6.κ.α.) έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8,11). Ο Μ. Βασίλειος στη Β΄ επιστολή του λέγει, ότι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, αλλά ο νους «αναχωρεί» προς τον Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι ο ενεργούμενος από την θεία ενέργεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της ζωής, μένοντας στην απραξία ή σε κάποια εκ-στάση, αλλά την απελευθέρωση του νου από τις φροντίδες αυτές, με τις οποίες ασχολείται η λογική. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που μας αγγίζει: Ένας επιστήμονας που έχει αποκτήσει και πάλι την νοερά λειτουργία, με την λογική ασχολείται με τα προβλήματα του, ενώ ο νους μέσα στην καρδιά διατηρεί αδιάλειπτη τη μνήμη του Θεού. Ο άνθρωπος που διασώζει και τα τρία παραπάνω μνημονικά συστήματα είναι ο Άγιος. Αυτός είναι ορθόδοξα ο υγιής (normal) άνθρωπος. Γι’ αυτό η θεραπεία της Ορθοδοξίας συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα.
Η μη λειτουργία ή υπολετουργία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου είναι η ουσία της πτώσεως. Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του ανθρώπου, στην αρχή ακόμα της ιστορικής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του. Σ’ αυτή την νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, διότι δεν είναι κάποιο ηθικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, †444 ) και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως η αρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.
Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας ή της μνήμης του Θεού και η σύγχυσή της με την λειτουργία του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει με όλους μας, υποδουλώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικισμό και της αντικοινωνικότητα. Στην κατάσταση της νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο για την κατοχύρωση της προσωπικής του ασφάλειας και ευτυχίας. Η χρήση του Θεού γίνεται με την «θρησκεία» (προσπάθεια απόσπασης της δύναμης του Θεού), που μπορεί να εκφυλιστεί σε αυτοθεοποίηση του ανθρώπου («αυτείδολον εγενόμην» λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγαν Κανόνα» του). Η χρήση του συνανθρώπου και κατ' επέκταση της κτίσης γίνεται με την εκμετάλλευση της με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτή, λοιπόν, είναι η νόσος, την οποία ζητεί να θεραπεύσει ο άνθρωπος, εντασσόμενος ολόκληρος [4] στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Εκκλησίας.

2. Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ κοινωνίας στον κόσμο, είναι η θεραπεία του ανθρώπου, με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας. Κατά τον καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη «η πατερική παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείο αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως με την Ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικό όργανον, που όλοι το έχουν και το οποίο χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύσει το όργανον αυτό [...] Δια τούτο ο αθεράπευτος δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξη αυτού του οργάνου».
Η ανάγκη θεραπείας του ανθρώπου, κατά τα παραπάνω, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του κάθε ανθρώπου στη φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης μνημονικής λειτουργίας. Επεκτείνεται όμως και στην κοινωνική παρουσία του ανθρώπου. Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδερφός με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ Α΄ Κορ. 13,8: «η αγάπη... ου ζητεί τα εαυτής». Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ.5,8· Α΄ Ιωαν.5,7 ε.), που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη.
Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή αιώνιο θάνατο, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού. Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χριστού και στην ανάστασή του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή- Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης που δέχεται με την μετοχή του στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί τη θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του.
3. Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποιες σταθερές, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα της χριστιανικής Ορθοδοξίας:
α) Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, λειτουργεί ως θεραπευτήριο-Νοσοκομείο. Διαφορετικά δεν είναι Εκκλησία αλλά θρησκεία. Οι κληρικοί, εκλεγόταν αρχικά από τους θεραπευμένους, για να λειτουργούν ως θεραπευτές. Η θεραπευτική λειτουργία της Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως στις Μονές, που αντέχοντας ακόμη στην εκκοσμίκευση (secularism) συνεχίζουν την Εκκλησία των Αποστολικών χρόνων.
β) Οι επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της ιατρικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
γ) Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον! Η Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θεραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο Φώς Του ως παράδεισος και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.
δ) Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από τη θεραπεία του ασθενούς). Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση. Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et nunc). Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου και Θεοδώρας της Αυγούστας. Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στη παράδοση μας οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας. Θα παρακαλούσα δε τον ιατρικό κόσμο της Χώρας μας να προσέξει ιδιαίτερα την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχτεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χάρης, διότι τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύματα ως αποδείξεις της θεώσεως διότι ανήκουν σε άλλη σφαίρα.
ε) Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές. Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση που ο ασθενής καταφεύγει στον γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η Ορθοδοξία. Δεν έχει σημασία αν την αποδέχεται κανείς ή όχι. Αναφερόμενος όμως σε επιστήμονες προσπάθησα, ως εν επιστήμη συνάδελφος, να απαντήσω επιστημονικά στο ερώτημα «τι είναι η Ορθοδοξία». Κάθε άλλη εκδοχή για τον Χριστιανισμό συνιστά παραποίηση και διαστροφή του, έστω και αν θέλει να προβάλλεται σαν Ορθοδοξία.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας. Θεσσαλονίκη 1984.

Του ιδίου, Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της., στον τόμο. Ορθοδοξία, Ελληνισμός... Εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Β΄ τόμος, 1996, σ.67-87.

Του ιδίου Church synods and Civilisation, στη ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ.63 (1992) 421-450 και Ελληνικά, τ.66 (1995) 646-680.

Π Ιερόθεου Βλάχου (τώρα μητροπ. Ναυπάκτου), Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Έδεσσα 1986.

Του ιδίου, Μικρά είσοδος στην Ορθόδοξη Πνεύματικότητα, Αθήνα 1992.

Του ιδίου, Υπαρξιακή Ψυχολογία και Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λειβαδιά 1995.

Ακόμη οι σχετικές κατά καιρούς δικές μας μελέτες, όπως π.χ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, Αθήνα 1986. Θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αθήνα 1996 κ.α. Στα βιβλία αυτά βρίσκει κανείς και τη λοιπή βιβλιογραφία.


Σημειώσεις- επεξηγήσεις:

1. Άκτιστος (=αδημιούργητος. άπλαστος στην λαϊκή γλώσσα) είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός. Κτιστή είναι η κτίση, δημιουργία, με κορυφαίο τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι «συμπαντική» δύναμη κατά την γλώσσα της Νέας Εποχής («όλοι ένα, όλοι Θεός!»), διότι ως δημιουργός υπέρκειται του σύμπαντος, όντας στην ουσία Του «Κάτι» εντελώς άλλο (Das ganz Andere). Ουδεμία αναλογική σχέση υπάρχει μεταξύ κτιστού και Ακτίστου. Και γι’ αυτό το Άκτιστο, γνωρίζεται με την αυτοαποκάλυψη (αυτοφανέρωσή) Του.

2. Ένα σημαντικό χριστιανικό κείμενο του Β΄ αιώνα, Ο Ποιμήν του Ερμά, λέγει ότι, για να γίνουμε μέλη του Σώματος του Χριστού, πρέπει να είμαστε «λίθοι τετράγωνοι» (οικοδομήσιμοι) και όχι «στρογγυλοί»!

3. Κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη, στον οποίο κυρίως οφείλουμε την επιστροφή στη «φιλοκαλική» (θεραπαυτικοακουστική) θεώρηση της Πίστης μας, σε ακαδημαϊκό μάλιστα επίπεδο, «θρησκεία» είναι κάθε «ταύτιση» Ακτίστου και κτιστού, όπως συμβαίνει στην ειδωλολατρεία. Ο «θρησκευτικός» άνθρωπος προβάλει τις «προλήψεις» του (σκέψεις-νοήματα) στο χώρο του θείου, «κατασκευάζοντας» αυτός τον Θεό του (Αυτό μπορεί να συμβεί και στη μη Πατερική Ορθοδοξία.). σκοπός του είναι η «εξιλέωση», ο «εξευμενισμός» του «θείου» και, τελικά, η «χρήση» του θεού προς ίδιον όφελος (μαγική σχέση: do, ut des ). Στη δική μας, όμως, παράδοση, ο Θεός μας δεν έχει ανάγκη «εξευμενισμού» διότι «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιωάν. 4,19). Ο Θεός μας ενεργεί ως «Αγάπη» (Α΄Ιωάν. 4,16) και μάλιστα ανιδιοτελής. Δίδει τα πάντα και δεν ζητεί τίποτε από τα πλάσματά Του. Γι’ αυτό και η ανιδιοτέλεια είναι η ουσία της χριστιανικής αγάπης που υπερβαίνει την πρακτική μιας δοσοληψίας.

4. Αυτό εκφράζει ο γνωστός και συχνά επαναλαμβανόμενος λόγος : «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Η πλήρης ένταξη γίνεται κατά κανόνα στις Μονές, όταν λειτουργούν Ορθόδοξα, φυσικά. Γι’ αυτό οι Μονές (π.χ. οι αγιορείτικες) μένουν πρότυπα για τις ενορίες του «κόσμου».



Σημείωση (Πηγή: Ο.Ο.Δ.Ε.)

Αναζήτηση