Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

"Οἱ πύργοι τῆς πίστεως", τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφεὶμ


Ἰανουάριος, ὁ μήνας τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀρχίζει μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τελειώνει μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος:  Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Εἶναι τὰ προπύργια τῆς εὐσεβείας καὶ τὰ πυξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι τὰ ἄνθη τὰ εὔοσμά του Παραδείσου καὶ οἱ μαζοί, οἱ ὁποῖοι ἐξέβλυσαν τῆς σωτηρίας τὸ γάλα, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου. Εἶναι οἱ κορυφαῖοι στὴ χορεία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων, ποὺ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξέφρασαν στὴν ἐποχή τους καὶ ἐκφράζουν μέχρι σήμερα μὲ τὸ λόγο τους ποὺ εἶναι διαχρονικός, τὴν ἐμπειρία τῆς θείας ἀλήθειας.
Ὄχι ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἀνθρώπινη παιδεία, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν ἄνωθεν, ποὺ ἔχει σὰν κέντρο τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθαν στὸ «ἀπόθετον κάλλος»2 τῆς θείας ἀληθείας καὶ διατύπωσαν μὲ λόγους αὐτὴν τὴν ἐμπειρία, μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀξίζει δὲ σὲ μᾶς σήμερα, πέρα ἀπὸ τὰ ἐγκώμια ἢ τὸν τυχὸν θαυμασμὸ τῶν ἁγίων τους μορφῶν, ἂν καὶ αὐτὸς ἔχει σχεδὸν σταματήσει στὶς μέρες μας, νὰ ἀκούσουμε τὸν κτύπο τῆς θεοφόρου καρδιᾶς τους, βάζοντας συγχρόνως καὶ τὸ δάκτυλό μας στὸν τύπο τῆς ἀγωνίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, γιὰ τὴν ὁποία τόσο ἀγωνίσθηκαν καὶ ποὺ σήμερα ἀπεμπολεῖται.

Τί εἶναι ἡ πίστη;

Πρῶτον. Μὲ σαφήνεια ὁ θαυμαστὸς Ἱεράρχης τῆς Καισαρείας θὰ διατυπώσει πὼς πίστη εἶναι ἡ ἀνεπιφύλακτη ἀποδοχὴ τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καὶ ἡ πεποίθηση ὅτι ὅσα κηρύχθηκαν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τὴ μοναδικὴ ἀλήθεια.
Αὐτὴ ἡ πίστη θὰ πρέπει νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ «ἀδιάκριτος», δηλαδὴ ὀφείλουμε νὰ πιστεύουμε χωρὶς ἀμφοβολίες τὰ ὅσα μᾶς βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ συγχρόνως τὰ ὅσα συναντοῦμε στὴν ἐμπειρία τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχή.
Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ τῆς βασιλείας ὁ ἐπώνυμος : «Ποιὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της πίστεως; Ἡ χωρὶς διακρίσεις καὶ ἀμφιβολίες ἐσωτερικὴ πληροφορία καὶ βεβαιότητα ὅτι τὰ θεόπνευστα λόγια της Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀληθινά, πληροφορία ποὺ δὲν κλονίζεται ἀπὸ κανένα λογισμὸ ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ φυσικὴ ἀνάγκη ἢ σχηματίζεται γιὰ λόγους ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ εὐσέβεια».
Καὶ συμπληρώνει γεμάτος θαυμασμὸ ὁ Ἱερὸς πατήρ: «Δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλουμε καὶ νὰ διστάζουμε νὰ πιστεύσουμε σὲ ὅσα ἐδίδαξε ὁ Κύριος, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὸς καὶ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔστω κι ἂν εἶναι ἀντίθετος μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Σ΄ αὐτὸ ἀκριβῶς συνίσταται καὶ ὁ ἀγώνας τῆς πίστεως».

Δεύτερον. «Ἄγκυρα» τὴν ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Γιατί τέτοια εἶναι ἡ πίστη· εἶναι κάποια ἱερὴ ἄγκυρα ποὺ συγκρατεῖ ἀπὸ παντοῦ τὴν διάνοια ποὺ τὴν ἔχει καὶ τότε κυρίως γίνεται φανερὴ ἡ δύναμή της, ὅταν πείθει ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει νὰ περιμένει χρηστὲς ἐλπίδες μέσα ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα καὶ τὶς δυσκολίες, διώχνοντας τὴν ταραχὴ τῶν σκέψεων».
Ἀληθινὴ πίστη ἔχει αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν προσέχει οὔτε στέκεται σ΄ αὐτὰ τὰ ὁποία φαίνονται ἀλλὰ σ΄ ἐκεῖνα ποὺ δὲν φαίνονται.
Γιατί, συμπληρώνει ὁ θεοφόρος πατήρ, «ὅταν δὲν ἀρκούμαστε μόνο στὰ σωματικὰ μάτια, ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια τοῦ νοῦ φανταζόμαστε αὐτὰ ποὺ δὲν φαίνονται.
Πράγματι πρέπει νὰ θεωροῦμε ὡς πιὸ βέβαια ἐκεῖνα κὰτ΄ ἐξοχήν, παρὰ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς. Τοῦτο γὰρ πίστις».
Αὐτὴ τὴν πίστη τὴ θεωρεῖ ἡ χρυσὴ ἀηδόνα τῆς Ἐκκλησίας ἀπαραίτητη, διότι ἁπλούστατα ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς εἰδωλολατρείας καὶ χρειάζεται μὲ γνώμονα αὐτὴ τὴν ἐνυπόστατη ἀρετὴ νὰ κατανοήσει καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια.
Ὁ λόγος τοῦ ρεαλιστικός: «Βλέπεις πόσο μεγάλο εἶναι τὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ ὅτι παντοῦ μας χρειάζεται ἡ πίστη; Μόνον αὐτὴ εἶναι σταθερὴ».
«Ἂν ἡ πίστη μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ καταλάβουμε καλὰ τὰ ὑλικὰ καὶ ἐπίγεια, πολὺ περισσότερό μας εἶναι ἀναγκαία γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὶς οὐράνιες ἀλήθειες καὶ πραγματικότητες ποὺ εἶναι πνευματικὲς καὶ ὑπερφυσικὲς».

Τρίτον. «Ἀπράγμονα συναίνεση» τὴν χαρακτηρίζει ὁ ἐπώνυμός της θεολογίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Συναίνεση, τὸ νὰ συμφωνεῖς μὲ ὅσα παραγγέλει καὶ γράφει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν βρίσκεται κανεὶς σ΄ αὐτὸ τὸ μῆκος κύματος, δὲν ἐπιζητᾶ οὔτε ἐξηγήσεις, οὔτε λογικὰ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ἔχει ἐν τὴ καρδία τοῦ ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ποὺ θὰ τὸν ὁδηγεῖ «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν».
Στὰ «Δογματικὰ Ἔπη» του ἡ θεολόγος φωνὴ εἶναι ἀποκαλυπτική: «Ἂν ὅλα εἶναι φανερά, τότε τί εἶναι ἡ πίστη; Διότι ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀνεπιφύλακτη συναίνεση.
Ὅταν εἰσῆλθες στὴν πίστη, δὲν σοὺ ὑποσχέθηκα τέτοιο πράγμα, δηλαδὴ πλοῦτο καὶ ἀμεριμνία καὶ ὑγεία καὶ εὐτεκνία, ἀλλὰ ζωὴ ἀνώτερη καὶ ὅσα προσδοκοῦμε. Νὰ προσδοκᾶς τὰ οὐράνια καὶ ὄχι τὰ γήινα».

Αὐτὴ ἡ πίστη τῶν Πατέρων, ἡ τελεία πίστη, ποὺ εἶναι ἀκαταγώνιστη δύναμη, μᾶς χρειάζεται σήμερα στὴν ἐποχή μας. Στὰ ζοφερὰ σταυροδρόμια τῆς ἀπιστίας καὶ στὰ ἀπειλητικὰ σύννεφα τῆς ἀθεΐας, ποὺ καλύπτουν τὶς καρδιὲς ἰδιαίτερα τῶν νέων ἀνθρώπων, προβάλλεται ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη τῆς πίστεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Νὰ πιστεύουμε ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Νὰ παραδεχόμαστε αὐτὸ τὸ ὁποῖο μᾶς παρέδωσαν τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ λόγου. Νὰ κρατᾶμε ὡς θησαυρὸ πολύτιμο αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ αὐτὴ τὴ μέθοδο τὴν ὁποία ἀκολούθησαν ἐκεῖνοι.
Κι ὅταν πιστεύουμε ἔτσι στὸ Θεὸ «κὰν πάντα ἄνω καὶ κάτω γίνηται, καν ἡ γῆ στρέφηται ταρασσομένη, καν τὰ ὅρη τὴν οἰκείαν ἕδραν καταλιπόντα πρὸς τὰ μέσα μεθίσταται τῆς θαλάσσης, οὐ φοβηθησόμεθα, διὰ τὸ ἔχειν τὸν Θεὸν καταφυγὴν καὶ δύναμιν καὶ βοηθὸν ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἠμᾶς σφόδρα.
Τίνος οὕτως ἀπτόητος ἡ καρδία, τίνος οὕτως ἀτάραχοι οἱ λογισμοί; τότε ἀπτόητος ἡ καρδία, διὰ τὸ ἀσφαλεῖς καὶ βεβαίας ἔχειν ἐπὶ Θεὸν τὰς ἐλπίδας», ἀφοῦ «μέγα ἐπιδείκνυται τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πεποιθήσεως»

Πηγή: kirigmata blogspot

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και Φαρισαίον παραβολήν, Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς


Το σύνολο του ανθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σε δύο τάξεις, διά της παρουσιάσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου, την των ταπεινών και την των υπεροπτών. Το παράδειγμα του πρώτου δεικνύει ότι οφείλει ο άνθρωπος όχι μόνον ν’ απαρνηθεί την κακίαν, αλλά και να φθάσει στο σημείον ταπεινώσεως ώστε ν’ αυτοκατακριθεί.

1. Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν' αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ' επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίση δια της υπερηφανείας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένον ήδη. Αλλά κρατηθήτε, μη πτοηθήτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι' αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστάς της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρη όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγη εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση. 

2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξις είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να ειπούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού εκοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ' εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν ειναι λιγώτερα από αυτά τα λόγια.

3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσις ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι' αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαγχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη".

4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· "δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης". Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ' αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσις της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός. Αλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ' αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε  στον Θεό θυσία και εσταμάτησε η φθορά. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι' αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλης, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμόν όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία. 

5. Γι' αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι "προσήλθαν" στον ναό, αλλά "ανέβηκαν"  στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, "ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών", έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς. 

6.  Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ' ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι εδιδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, "εταπεινώθηκα, και μ' έσωσε ο Κύριος". Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, "γι' αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε". Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, "κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου", και "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους", και "αλλοίμονο σ' αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες".  

7. Δεν τους διεχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ' αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεού για να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσις των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεσις  των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται  προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το εδήλωσε εκείνος που είπε, "κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας", και αυτός που λέγει "καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις".

8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απροσέκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστις και η κατάνυξις μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωσις και η πώρωσις. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδεκτη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωσις και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερουμένους, απαράδεκτη δε η έπαρσις γι' αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκρισις εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού εστάθηκε καθ' εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· "Θεέ, σ' ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".

9. Η στάσις του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ' εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς  τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε "σ' ευχαριστώ", δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαγχνία, σαν σε ασθενή ν' αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού. Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού επιάσθηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια. Γι' αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζουμε.

10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, "σ' ευχαριστώ, Θεέ", όχι διότι έλαβα καμμιά βοήθεια από σένα, αλλά "διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι"· σαν να διέθετε αφ' εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν επρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο εθεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· "δεν είμαι" λέγει, "όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης". Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες , τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ' εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα ελέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και εστεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το εγνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το εγνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι  να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι·  αλλ' αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ' απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι' όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικώς εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. "Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".

11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους  ανθρώπους, αλλ' επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ' ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλ' αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκωνται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, "νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ". Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμποδίστως όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι  πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!

12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν' αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωσι και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ' αυτόν που το έδωσε και σ' αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας. Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι' αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.

13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ' εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωσις και η πίστις και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστι, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα». Δεν είπε 'σταθείς', όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, επρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέησι, που είναι το αποτελεσματικώτερο είδος προσευχής.

14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάσις ήταν συγχρόνως και στάσις και υπόκυψις, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ' ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκρισι και αυτομεμψία του· διότι εθεωρούσε τον εαυτό του ανάξιον και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι' αυτό του μεν ναού εστεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν ετολμούσε ούτε ν' ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξι και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό κι εζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Διότι επίστευσε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διεβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».

15. Τί συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι' αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσις ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη. Διότι η ταπείνωσις είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν' ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προεφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας, «θ' αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο». Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσις, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.

16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ' έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, εδικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;

17. Αλλ' ας αφήσωμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσωμε την δικαίωσι του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχωμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.

18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ' αυτούς που σε  καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξι δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησις είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεσις από τα κακά και η ψυχική διάθεσις, η κατάνυξις και η υπομονή εκείνου. Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ' αυτούς που ήθελαν ν' αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρησις από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ επάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.

19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικώτερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί εβάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συνεκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».

20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν ετελέσθηκε και επραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι' αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαρειά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι' αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ' αυτόν»".

21. Είθε κι' εμείς, παιδευόμενοι μ' ευσπλαγχνία, αλλ' όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν' ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και  προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.



Πηγή: (Ομιλία Β', Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ.9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Εκ του εγκωμίου προς τον Ιερό Χρυσόστομο, Κοσμά του Βεστίτωρος


          Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή έλεγχε την κάθε αδικία, ήλεγξε και την βασίλισσα Ευδοξία γιά τις παρανομίες καί τις αδικίες που έκανε, κυρίως επειδή με τυραννικό τρόπο αφαίρεσε τον αγρό μιας χήρας, ονομαζόμενης Καλλιτρόπης. Γι' αυτό το λόγο εξορίστηκε ο Άγιος πολλές φορές πέραν της Καππαδοκίας, σε τόπους έρημους και στερημένους ακόμα και των αναγκαίων. Εκεί ευρισκόμενος εξόριστος ο Άγιος, εκλήθη στούς ουρανούς υπό του Δεσπότου Χριστού, διά μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Αποστόλων και έτσι μετέβη από της γης στις ουράνιες σκηνές. Το δε άγιο λείψανό του αποθησαυρίσθηκε στά Κόμανα της Καππαδοκίας...

         Αφού οι μαθητές του Αγίου, που τον συνόδευσαν στην εξορία, τον ενταφίασαν, πήγαν στην Ρώμη, όπου Πάπας ήταν ο Άγιος Ιννοκέντιος καί βασιλεύς ο αδελφός του Αρκαδίου Ονώριος καί διηγήθηκαν σ' αυτούς εξ αρχής όλες τις τιμωρίες, τις οποίες έκαναν στον θείο Χρυσόστομο, δηλαδή ότι πλήρωσαν ανθρώπους για νά τόν φονεύσουν, όταν τον πήγαιναν στήν εξορία καί ότι πολλές του έκαμαν τυραννίες, γιά νά πράξουν τήν εντολή των εχθρών του, όταν ως Άγγελο τον υποδέχονταν η Ανατολή, αλλά ο Θεός δεν θέλησε νά γίνει τέτοιος φόνος καί τόν φύλαξε.
           Επίσης διηγήθηκαν σ' αυτούς πώς εφάνησαν σ' αυτόν οι ένδοξοι Απόστολοι, ομοίως δέ καί τόν μέγα σεισμό τον οποίο έκαμε ο Θεός μετά τήν εξορία του δικαίου, ο οποίος χάλασε τά βασίλεια καί σχεδόν άπασα τήν πόλη, τήν φοβερά χάλαζα, που προξένησε τόση ζημιά, ώστε καί αυτήν τήν στήλη της μυσαρής Ευδοξίας συνέτριψε' τό θείο πυρ τό οποίο εξήλθε εκ του θρόνου του Αγίου, τό οποίο έβλαψε πολύ τόν Ναό εκ του οποίου θαυμασίως διαδόθηκε πρός τό ανάκτορο, διότι εντός τριών ωρών το κατέκαυσε τελείως. Τότε ο Πάπας και ο βασιλεύς, από θείο ζήλο έγραψαν αμφότεροι επιστολές προς τόν Αρκάδιο ελέγχοντας τήν παρανομία καί την αδικία του.
            Ο Πάπας έπεμψε στόν βασιλέα αφορισμό, έχοντα ως έξης: «Φωνή αίματος του δικαίου Ιωάννου βοά πρός τόν Θεό κατά σου, βασιλεύ Αρκάδιε! διότι τόν καιρόν της ειρήνης εποίησες καιρό διωγμού στήν Εκκλησία εξορίζοντας τόν αληθή ποιμένα της, μαζί του καί αυτόν τόν Χριστό, φευ εξόρισες και παρέδωσες τό ποίμνιό του σε μισθωτούς καί όχι αληθείς ποιμένες. Εγώ δέν λυπούμαι γιά τόν Χρυσόστομο, διότι είναι μακάριος εκείνος γιά τά μεγάλα του κατορθώματα καί τρισμακάριος γιά τις αναρίθμητους κολάσεις, τις οποίες υπέμεινε, καί έλαβε τόν κλήρο στήν Βασιλεία του Θεού μετά των Αποστόλων καί Μαρτύρων, λυπούμαι όμως γιά τήν ιδική σου απώλεια, διότι, για να ποίησης τό θέλημα μιας γυναικός άφρονος, στέρησες όλο τόν κόσμο της μελιρρύτου διδαχής του.
           Γιά τούτο καί εγώ ο ελάχιστος, ο οποίος επιστεύθη του Κορυφαίου τόν θρόνο, σας κανονίζω καί αυτήν, χωρίζοντάς σας της αγίας κοινωνίας των θείων του Χριστού Μυστηρίων, καί αν κάποιος τολμήσει νά σας κοινωνήσει, νά είναι καθηρημένος καί αφορισμένος. Εάν δέ καί εσείς βιάστε κάποιον, μή γένοιτο, νά σας κοινωνήσει, καταφρονώντας την Αποστολική αυτή διάταξη, νά είσθε ως οι τελώνες καί εθνικοί παρά τω Ορθοδόξω συστήματι καί νά μένει η αμαρτία ενώπιόν σας, όπως την ημέρα της κρίσεως λάβετε τήν πρέπουσα παίδευση' τόν δέ Αρσάκιον, που τον βάλατε στο θρόνο του Χρυσοστόμου, τον καθαιρούμε καί μετά θάνατον, ως καί όλους τούς μετά τούτου συγκοινωνήσαντες, διότι μοιχώ τω τρόπω έλαβε τήν αξία ο ανάξιος, τόν δέ Θεόφιλο, όχι μόνον καθαιρούμε, αλλά και αφορίζομε, για να είναι και του Χριστού αλλότριος. Αυτά, που εμείς δένομε στη γη, έτσι δένονται καί στον ουρανό καθώς ακούς στό ιερό Ευαγγέλιο».
           Ο δέ Ονώριος έστειλε και αυτός άλλη επιστολή: «Αδελφέ Αρκάδιε, δεν γνωρίζω ποια επαναστατική ενέργεια σέ παρακίνησε νά ακούσεις μία γυναίκα και νά ποιήσεις αυτά, τά οποία άλλος βασιλεύς Χριστιανός δέν εποίησε, και δικαίως σέ κατακρίνουν όλοι οι εδώ Επίσκοποι, ότι εξόρισες άνευ κρίσεως τόν μέγα Αρχιερέα του Θεού, τόν οποίο φόνευσαν διά τιμωριών και βασάνων οι στρατιώτες σου. Πάλι δέ καί ότι τούς Αρχιερείς τοποτηρητές, τούς οποίους έστειλε απ' εδώ η Εκκλησία των Ρωμαίων, πρός τιμήν μας καί πρός βεβαίωση της αληθείας, όχι μόνον φυλάκισες, αλλά καί τά χρήματα που είχαν για έξοδα των αφήρεσες, γι' αυτό και κινδύνευσαν υπό της πείνας σε θάνατο. Έτσι ποιήσας δέν κατεφρόνησες τά Αποστολικά παραγγέλματα; Σπεύσε, αδελφέ, ώστε δι' έργων να ευαρεστήσεις Θεό και ανθρώπους, διόρθωσε τά σφάλματά σου, γνωρίζοντας ότι οι προσευχές των Ιερέων στερεώνουν τήν βασιλεία μας».
          Δεξάμενος τις επιστολές ο Αρκάδιος λυπήθηκε υπερβολικά και πρώτα τιμώρησε τούς κακοποιήσαντες τούς Ρωμαίους Αρχιερείς, εκ των οποίων άλλους μέν μαστίγωσε, ετέρους δέ θανάτωσε, κρεμάζοντας αυτούς στά ξύλα. Όλους δέ τούς συγγενείς της Ευδοξίας, οι οποίοι συνήργησαν στήν του Αγίου καθαίρεση, καθήρεσε και δήμευσε τήν περιουσία των. Ούτε της ίδιας της γυναικός του εφείσθη τελείως, αλλ' έδειρε και την τιμώρησε τόσο, ώστε από της στενοχώριας της ασθένησε.
Κατόπιν έδεσε τόν Μηνά, τόν Θεότεκνο καί τόν Ισχυρίωνα τούς ανεψιούς Θεοφίλου, τόν Γαβάλων Σεβηριανόν και τόν Βεροίας Ακάκιο, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί και έστειλε αυτούς λίαν περιφρονημένους πρός τόν Πάπα Ιννοκέντιο, γράφοντας και επιστολή σ' αυτόν μέ πολλή ταπείνωση πρός απάντηση, λέγοντας: «Εγώ δέν γνώριζα ουδέν εξ όσων επράχθησαν κατά των απεσταλμένων σας, όταν δε τα έμαθα, θανάτωσα τούς αυτούς αδικήσαντες. Ούτε επίσης σε καθαίρεση του Ιωάννου ήμουν αίτιος, αλλά κάποιοι Επίσκοποι άθλιοι, οι οποίοι μου έδειξαν εκκλησιαστικούς Κανόνες και δέχθηκαν τό αμάρτημα, τούς οποίους πιστεύοντας έδωκα τήν άδικο ψήφο. Στέλλω γι' αυτό τη Οσιότητί σου τόν Ακάκιο, τόν Σεβηριανό και τούς συγγενείς του πονηρού Θεοφίλου, στόν οποίο θέλω γράψει νά έλθει εκεί βιαίως καί τιμώρησε αυτούς ως βούλεσαι. Ημάς δέ συγχώρησε τη πατρική φιλανθρωπία σου και μή ημάς στερήσεις της των Αχράντων Μυστηρίων ιεράς μεταλήψεως, διότι και τό τέκνο σου Ευδοξία επαίδευσα καί βαρέως μαστίγωσα. Γι' αυτό καί ασθενήσασα βαρέως κατάκειται κλινήρης. Λοιπόν μή ημάς παιδεύσεις περισσότερο, Πάτερ τιμιότατε, καθ' όσον μάλιστα μετανοούμε εξ όλης καρδίας καί πρέπει κατά τήν άπειρο ευσπλαχνία του Πανάγαθου Θεού, νά συγχωρήσει ημάς η υμετέρα Οσιότης». Έγραψε δέ καί στόν Ονώριο, να μεσιτεύσει πρός τόν Πάπα νά του στείλει συγχώρηση.
          Δεξάμενος ο Πάπας τις επιστολές του Αρκαδίου χάρηκε πολύ γιά τήν ταπείνωσή του, γι' αυτό έγραψε στόν μαθητή του Χρυσοστόμου Πρόκλο, ο οποίος ήταν τότε Επίσκοπος Κυζίκου, νά πάγει στήν Κωνσταντινούπολη, νά λύσει τούς βασιλείς εκ του αφορισμού, νά κοινωνήσει αυτούς των θείων Μυστηρίων καί νά καθίσει Πατριάρχης επιτροπικός, έως νά εξετάσουν τόν Αττικό επιμελώς.
Έγραψε δέ ιδιαιτέρως καί πρός τόν Αρκάδιο, ότι δέχθηκε τήν μετάνοιά του καί τόν συγχωρεί, αλλά νά διατάξει νά γράψουν τό όνομα του Χρυσοστόμου στά ιερά δίπτυχα καί νά στείλει τόν Θεόφιλο στήν Θεσσαλονίκη, στήν οποία θά πάγει καί ο ίδιος για αναγκαία υπόθεση. Αυτές τις εντολές ο βασιλεύς ασμένως δεξάμενος καί έχοντας απόφαση νά τις εκτελέσει, έγραψε πρός τόν Θεόφιλο: «Τάραξες όλη τήν οικουμένη καί έλαβες τήν τοποκρατορία σατανικώς αφ' εαυτού σου, χωρίς νά σεβασθείς νόμους εκκλησιαστικούς, ούτε βασιλική εξουσία' γι' αυτό αναχώρησε ευθύς άνευ ουδεμιάς προφάσεως καί ύπαγε στήν Θεσσαλονίκη νά κριθείς υπό του Ρώμης Αρχιεπισκόπου».
        Λαβών τήν επιστολή αυτή ο Θεόφιλος εταράχθη βλέποντας τις απειλές του αυτοκράτορα. Όμως δέν πρόφθασε νά υπάγει στην Θεσσαλονίκη, διότι ο Θεός του έστειλε ανίατη ασθένεια καί οδυνώμενος υπό λιθιάσεως ομολόγει παρρησία τις κακουργίες, τις οποίες έπραξε στόν Χρυσόστομο καί γιά τις οποίες δικαίως παιδευόταν, έως που κακώς ξεψύχησε. Όχι δέ μόνο ο Θεόφιλος, άλλά καί όλοι όσοι συνεκοινώνησαν στήν εξορία του Χρυσοστόμου τιμωρήθηκαν υπό θεηλάτου πληγής, κακώς οι κακοί απολεσθέντες. Εξόχως δέ η Ευδοξία έπεσε σε αιμόρροια καί σάπισε όλο τό σώμα της, ώστε εξ αυτού σκώληκες εξερχόταν καί δυσωδία ανυπόφορος, από τις οποίες γνώρισε ότι γιά τόν Άγιο τιμωρείται. Γι' αυτό τον παρεκάλει μέ γοερές φωνές, απέδωκε τόν αμπελώνα στήν χήρα όπως καί τις άλλες αδικίες, τις οποίες εποίησε καί μέ πολλές οδύνες ξεψύχησε. Καί πάλιν ουδέ μετά θάνατον έμεινε ατιμώρητος, διότι έτρεμε ο τάφος της, εις έκπληξη των ορώντων ανείκαστο, ο οποίος κλόνος κράτησε τριάντα τρία έτη, μέχρι που έφεραν από της εξορίας τό άγιο λείψανο. Αφήκε δέ η Ευδοξία θυγατέρες τεσσάρες: Πουλχερία, Φουλία, Αρκαδία καί Μαρία καί ένα υιό ονόματι Θεοδόσιο. Βασίλευσε δέ ο Αρκάδιος έτη δέκα τέσσαρα καί τελεύτησε, οκταετούς όντος του νέου Θεοδοσίου, οι δέ αδελφές του Θεοδοσίου δέν νυμφεύθηκαν. Κυβέρνα δέ τό βασίλειο η Πουλχερία, ούσα τότε ετών δέκα εννέα, έως πού ήλθε ο Θεοδόσιος σε ηλικία νόμιμη.
Βασιλεύοντος δέ του Θεοδοσίου του Μικρού ήδη έτη τριάκοντα, ο Άγιος Πρόκλος, μαθητής καί Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δέ τόν τέταρτο χρόνο της πατριαρχίας του Πρόκλου (435), έπεισε τόν βασιλέα και έπεμψε γιά νά φέρουν στην Κωνσταντινούπολη τό λείψανο του θείου πατρός. Φθάνοντας οι απεσταλμένοι στά Κόμανα, ρώτησαν τούς εγχώριους νά δείξουν σ' αυτούς τόν τάφο, για πάρουν τό λείψανο. Οι δέ πικράθηκαν υπέρμετρα, διότι θα στερούνταν τέτοιου θησαυρού ατίμητου, όμως δέν τόλμησαν νά εναντιωθούν στό βασιλικό πρόσταγμα, αλλ' έφεραν αυτούς στόν τάφο του μάκαρος καί καθώς σήκωσαν τόν λίθο νά εκβάλουν έξω τό λείψανο, έμεινε ακίνητο, ω του θαύματος! καί δέν μπορούσαν τόσοι άνδρες νά το σαλεύσουν όλοτελώς. Γι' αυτό επέστρεψαν οι αποσταλέντες στά βασίλεια άπρακτοι, κηρύττοντες σ' όλη τήν πόλη τό θαυμάσιο τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δέν έδωκε τόν εαυτό του, αλλ' έμεινε ακίνητος (τούτο δέ τό έκαμε, διότι μέ αυθεντία καί υπερηφάνεια ήθελε νά πάρει τό λείψανό του ο βασιλεύς, τόν οποίο θέλησε νά διδάξει ο Άγιος ταπεινοφροσύνη καί μετριότητα). Τούτου χάριν παρεκάλεσε τόν Άγιο ο βασιλεύς αποστέλλοντας σ' αυτόν επιστολή που περιείχε αυτά:
       «Στόν Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και πνευματικό Πατέρα Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τήν προσκύνηση προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντας ότι τό σώμα σου τυγχάνει νεκρό, ως καί τά λοιπά σώματα των αποθανόντων, θελήσαμε νά μεταφέρομε αυτό απλώς σε εμάς, διά τούτο καί του ποθούμενου δικαίως στερηθήκαμε, άλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησε εμάς μετανοούντας, διότι σύ εδίδαξες εις πάντας τήν μετάνοια καί δός τόν εαυτόν σου, ως Πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τούς φιλοπάτορας υιούς σου και τούς σέ ποθούντας εύφρανε διά της παρουσίας σου».
        Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι τήν επιστολή αυτή καί φθάνοντας στόν τόπο, τέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους πρόσταξε και βλέπουν πάλι άλλο θαυμάσιο, δηλαδή φως άρρητο μέ πολλή λαμπηδόνα από του τάφου αναπήδησαν, ευωδία ανείκαστη εξήλθε του τάφου καί δέν φαινόταν ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός στήν όψη γεμάτος αμβροσίας καί νέκταρος. Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αυτή καί ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τόν εαυτό του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη που περιείχε τό άγιο λείψανο ευκόλως καί χωρίς κόπο φερόταν ανεμποδίστως. Τότε έγιναν καί πολλά θαυμάσια σε όσους μετά πίστεως τόν ασπάσθηκαν. Εξόχως δέ ήταν ένας χωλός στο μέσον του πλήθους καί μέ πολύ κόπο έκαμε τρόπο καί άγγιξε στους πόδας του το του Αγίου ιμάτιο καί ευθύς ιάθη. Θέτοντες λοιπόν τό ιερό λείψανο σε χρυσοκόλλητη λάρνακα καί βαστάζοντας αυτήν, εκίνησαν τήν οδοιπορία πρόθυμοι μέ ψαλμωδία πολλή, μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί σε όσες πόλεις καί χώρες υποδέχονταν τόν Άγιο, αγιαζόντουσαν. Όταν δέ πλησίασαν στήν Χαλκηδόνα καί τό άκουσαν στήν βασιλεύουσα, έδραμαν όλοι νέοι καί γέροντες μέ πόθο πολύ νά τό προϋπαντήσουν, ως έπρεπε, καί γέμισε πλοία όλη η θάλασσα, η οποία φαινόταν σαν γη στερεά.
          Όταν έφθασε τό άγιο λείψανο αντίπερα της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθε ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως καί όλη η Σύγκλητος γιά νά προϋπαντήσουν τόν Άγιο. Τήν θήκη δέ τήν έχουσα τό άγιο λείψανο έβαλαν σε πλοίο βασιλικό. Γενομένης δέ τρικυμίας, τά μέν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν σε ένα καί άλλο μέρος, τό δέ πλοίο τό περιέχον τό άγιο λείψανο εξήλθε στόν αγρό της Καλλιτρόπης χήρας, τήν οποία η Ευδοξία αδίκησε, όπως προείπαμε, καί τότε πάλιν έγινε στήν θάλασσα γαλήνη.
Όταν δέ έφθασαν στόν ορισμένο τόπο εκείνοι, που βάσταζαν τό τίμιο λείψανο, είδαν ότι έκλινε πάλι θαυμασίως πρός τό εν μέρος αφ' εαυτού του, εκείνο τό ηυτρεπισμένο καί ετοιμασμένο γιά τόν Άγιο κουβούκλιο καί προσκαλούσε μέ σχήμα τό λείψανο.

                    Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου!

Όταν έβαλαν στό πλοίο εκείνο τό τίμιο λείψανο, ο μέν βασιλεύς είχε πόθο νά υπάγει στά βασίλεια, αλλ' ως φαίνεται δέν ήθελε ο Άγιος Χρυσόστομος, γι' αυτό κατέβηκε τό ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατό. Πρώτα λοιπόν εφέρθη τό άγιο λείψανο στόν Ναό του Αποστόλου Θωμά, τόν ονομαζόμενο του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήταν παρών καί σκέπαζε με την βασιλική του χλαμύδα την θεία σορό του λειψάνου και μαζί παρεκάλει τόν Άγιο νά παύσει τόν κλονισμό του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμε ήδη τριάντα τρία έτη' καί δή επέτυχε της αιτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης.
         Μετά από αυτά εκομίσθη τό άγιο λείψανο στο Ναό της Αγίας Είρήνης. Εκεί, έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στό ιερό Σύνθρονο καί εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τόν θρόνο σου, Άγιε». Ύστερα απέθεσαν τήν θήκη του λειψάνου επί τής βασιλικής αμάξης καί έφεραν αυτό στόν Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στήν ιερά καθέδρα καί, ω του θαύματος! επεφώνησε στό λαό το «Ειρήνη πάσι καί τη Ευδοξία συγχώρησις». Καί ύστερα ετέθη υποκάτω στήν γη όπου καί τώρα ευρίσκεται. Οταν δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ο Θεός με αυτόν τον τρόπο τους δοξάζοντες Αυτόν.




Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και η ελληνική παιδεία


Στις 25 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και στις 30 του ιδίου μηνός τον τιμούμε και πάλι μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Πρόκειται για τους Τρεις Ιεράρχες, κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και προστάτες της ελληνικής παιδείας. Είναι κατάλληλη, λοιπόν, η ευκαιρία να θυμηθούμε τις απόψεις του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού για την ελληνική παιδεία, την αρχαία γραμματεία και για το πολυσυζητημένο-σήμερα-ζήτημα της ελληνικότητας.

Ο Άγιος τον 4ο αιώνα μ.Χ. είχε να αντιμετωπίσει δύο διαφορετικές αμφισβητήσεις. Από τη μία πλευρά είχε τους «υπεράγαν Ορθοδόξους», οι οποίοι πίστευαν ότι ο Χριστιανός δεν πρέπει να μελετά τα αρχαιοελληνικά κείμενα για να μη αλλοτριωθεί η πίστη του. Από την άλλη πλευρά ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός, ο γνωστός και ως Παραβάτης ή Αποστάτης, είχε απαγορεύσει στους Χριστιανούς και να διδάσκουν και να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Τηρουμένων των αναλογιών βρίσκω κάποιες αντιστοιχίες με τις συζητήσεις που γίνονται στην εποχή μας. Αν και απέχουμε 17 αιώνες από την εποχή του Αγίου Γρηγορίου, έχουμε και σήμερα ορισμένους που μας καλούν να είμαστε μόνον Χριστιανοί και να μην τονίζουμε την ελληνικότητά μας και άλλους στην αντίπερα όχθη που ζητούν να είμαστε μόνον Έλληνες και όχι Χριστιανοί. Η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο άκρων είμαι βέβαιος ότι βρίσκεται στα κείμενα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας και κατ’εξοχήν του Αγίου Γρηγορίου.

Προς τους Χριστιανούς που απέρριπταν την κλασική ελληνική παιδεία ο Άγιος Γρηγόριος, άριστος μελετητής και γνώστης των ελληνικής φιλοσοφίας, απαντά με μία χαρακτηριστική επισήμανσή του στον «Επιτάφιον εις τον Μέγαν Βασίλειον»(1), την οποία παραθέτω σε νεοελληνική απόδοση από τον Καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου:

«Νομίζω πως έχει γίνει παραδεκτό απ’ όλους τους συνετούς ανθρώπους ότι η παιδεία είναι το πρώτο από τα αγαθά που έχουμε. Και όχι μόνο η χριστιανική μας παιδεία, που είναι η εκλεκτότερη και επιδιώκει τη σωτηρία και το κάλλος των θείων πραγμάτων, τα οποία μόνο με τον νού συλλαμβάνονται. Αλλά και η εξωχριστιανική παιδεία, την οποία πολλοί χριστιανοί, έχοντας σχηματίσει λανθασμένη αντίληψη γι’ αυτήν, την περιφρονούν, επειδή, λέγουν, κρύβει δόλιους σκοπούς, είναι επικίνδυνη και απομακρύνει από τον Θεό. Γιατί όπως ακριβώς δεν πρέπει να περιφρονούμε τόν ουρανό, τη γη και τον αέρα, και όσα υπάρχουν σ’ αυτά, επειδή μερικοί έχουν σχηματίσει λανθασμένη αντίληψη και, αντί να λατρεύουν τον Θεό, λατρεύουν τα δημιουργήματά Του, αλλά αφού πάιρνουμε απ’ αυτά ο, τι είναι χρήσιμο για τη ζωή και την απόλαυσή μας, αποφεύγουμε ο, τι είναι επικίνδυνο.... Κατά τον ίδιο τρόπο και από αυτά που μας προσφέρει η εξωχριστιανική παιδεία παραδεχτήκαμε ο, τι είναι χρήσιμο στην έρευνα και στις θεωρητικές αναζητήσεις, ενώ αποκρούσαμε καθετί που οδηγεί στην ειδωλολατρεία, στην πλάνη και στο βάθος της καταστροφής. Μάλιστα από την εξωχριστιανική παιδεία έχουμε και ωφεληθεί στην ευσέβεια και στη λατρεία του Θεού, γιατί γνωρίσαμε καλά το ανώτερο από το χειρότερο και έχουμε κάμει δύναμη της διδασκαλίας μας τις αδυναμίες εκείνης. Λοιπόν δεν πρέπει να περιφρονούμε την παιδεία, επειδή μία τέτοια περιφρόνηση φαίνεται καλό σε μερικούς. Αντίθετα πρέπει να θεωρούμε αμαθείς και αμόρφωτους τους ανθρώπους που έχουν αυτή την αντίληψη».

Μ’ αύτόν τον ωραίο τρόπο ο Άγιος συνιστά την «θύραθεν» ή «έξωθεν» παιδεία, δηλαδή τα ελληνικά γράμματα από τον Όμηρο μέχρι τους κλασικούς συγγραφείς, ως εισαγωγική και ως συμπληρωματική προς την ανώτερη αγωγή που είναι η χριστιανική. Σχετικά με το αίτημα του Ιουλιανού να μη διορίζονται οι Χριστιανοί ως δάσκαλοι των ελληνικών γραμμάτων ο Γρηγόριος έγραψε δύο πολύ ενδιαφέροντα κείμενα με τον τίτλο «Προς Ιουλιανόν Βασιλέα Στηλιτευτικός» και με αρίθμηση Α΄και Β΄ Στον Α΄ Στηλιτευτικό, αφού αναλύει με θαυμαστή γνώση τι απορρίπτουν οι Χριστιανοί και τι διατηρούν από τα κείμενα των Αρχαίων, απευθύνει προς τον Ιουλιανό το ρητορικό ερώτημα: «Τίνος του ελληνίζειν εισίν οι λόγοι;»(2). Δηλαδή ποιος έχει το δικαίωμα να διδάσκει και να μελετά τα αρχαία ελληνικά κείμενα; Και συνεχίζει: «Ή θα μας πεις ότι είναι δικαίωμα μόνον των οπαδών της αρχαίας θρησκείας ή όλου του έθνους». Και δίνει αμέσως ο Γρηγόριος την απάντηση: «Δεν είναι δικαίωμα μόνον των οπαδών της αρχαίας θρησκείας η διδασκαλία των ελληνικών κειμένων».

Κατά τον Γρηγόριο το δικάιωμα αυτό το έχουν όσοι πιστεύουν ότι ανήκουν στο «έθνος» κατά την ορολογία που ο ίδιος χρησιμοποιεί. Πρόκειται για τον πρώτο χριστιανικό ορισμό περί έθνους, όπου ο Άγιος προσδίδει έννοια πολιτιστική, μορφωτική και όχι φυλετική, βιολογική. Αισθάνεται ότι και ο ίδιος ανήκει σ’ αυτό το έθνος του Οικουμενικού Ελληνισμού, που όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία της λέξεως είναι κοινότητα ηθών και εθίμων ( έθνος: από τη λέξη έθος=συνήθεια). Μία πολιτιστική κοινότητα είναι ο Ελληνισμός κατά τον Άγιο Γρηγόριο θεμελιωμένη επάνω στην ελληνική κλασική παιδεία και στην Ορθόδοξη Χριστιανική αγωγή. Αυτό ήταν και το μορφωτικό πρότυπο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο δυστυχώς εγκαταλείπεται στις ημέρες μας.

Την ευγνωμοσύνη του για την Ελλάδα όπου σπούδασε ( Αθήνα) και την εκτίμησή του για τους Έλληνες που γρήγορα και αβίαστα δέχθηκαν τον Χριστιανισμό εκφράζει ο Άγιος Γρηγόριος σε ένα επίγραμμά του από τη σειρά «Έπη εις εαυτόν»(3). Μιμούμενος αριστοτεχνικά τα αρχαιοελληνικά επιγράμματα γράφει:

«Ελλάς εμή, νεότης τε φίλη, κι όσσα πέπασμαι και δέμας ως Χριστώ είξατε προφρονέως». Που σημαίνει: Ελλάδα μου, αγαπημένη, όπου πέρασα τη νεότητά μου και όσα με συγκροτούν και σώμα μου, σας αγαπώ, διότι προθύμως δοθήκατε στον Χριστό! Αυτό είναι το τελικό κριτήριο για κάθε παιδευτικό αγαθό που προσφέρει η ελληνική παιδεία, μας λέγει ο Άγιος. Η αναφορά στον Χριστό, ο πνευματικός προσανατολισμός μας προς τον αληθινό Θεό και το Ευαγγέλιό του. Η ελληνική παιδεία είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο αρκεί να οδηγεί στην Χριστιανική αγωγή και να μη μας αποκόπτει από αυτή.

Έτσι με τη βοήθεια των μεγάλων Πατέρων και με την συνεισφορά των δασκάλων του Γένους και του πιστού λαού δημιουργήθηκε η ελληνορθόδοξη παιδεία. Σ’ αυτό το πνευματικό και ηθικό έρεισμα στηρίχθηκε ο Ελληνισμός σε καλές αλλά και σε δύσκολες στιγμές και αυτό το πολιτιστικό αγαθό προσέφερε με οικουμενική διάθεση σε άλλους λαούς. Η ελληνορθόδοξη παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι ταυτοχρόνως πανανθρώπινη και ελληνική, διαχρονική και επίκαιρη. Γι’ αυτό μπορεί να μας κρατήσει όρθιους και σήμερα απέναντι στην υλιστική και ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση.


ΠΗΓΗ: newsbomb

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ ΙΕ. Ὁμιλία εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν Τελώνην. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


     Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δὲ βρίσκουν αὐτὸ ποὺ   ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν.  Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους.  Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, μέ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτά πού ποθεῖ ἡ καρδιά τους. Κι ὅπως ὁδοιπόροι, πού σέ ὥρα μεσημεριοῦ διασχίζουν ἄνυδρο τόπο, ἀναγκασμένοι ἀπὸ τὴ δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές·  καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δῆς ν’ ἀνεβαίνουν καὶ βουνὰ ὅπου ὑπάρχει πηγή· κι ὅταν ἀπό μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτὴ μέ βιάση· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ καλά ἔργα καὶ τὴ νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί του.

      Ὅταν στὰ ὁράματά τους τὸν ἰδοῦν ἀπὸ μακριά χαίρονται κι ἀναγαλλιάζουν καθὼς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τὶς πηγὲς ποὺ ποθοῦν.  Κι ὅταν ξυπνήσουν θέλουν νά ξανακοιμηθοῦν, γιὰ ν’ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὁπτασία. Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δῆτε τον ποὺ τρέχει καὶ ὁ θεῖος πόθος τὸν πυρπολεῖ· σκαρφαλώνει στὸ δένδρο καὶ ψάχνει γύρω τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δῆ τὴ ζωοδότρα πηγή.  Κι ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, ξεκούρασε τὴν ὅραση του, περισσότερο ὅμως ἀναρρίπισε τὸν πόθο στὴν καρδιά του· «Μπῆκε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχὼ καὶ περιπατοῦσε στὸν δρόμο.  Βρῆκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαῖο. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἤθελε πολὺ νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ». Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, τόν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δέν μποροῦσε ὅμως νὰ δῆ ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ ἦταν μικρὸ τὸ ἀνάστημά του.  Τρέχει λοιπὸν μπροστά κι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ μουριὰ γιὰ νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Ὁ Ζακχαῖος μὲ τὸ μικρὸ ἀνάστημα καὶ τὴν πολλὴ γνώση ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Χριστὸ, ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ μέσα στοὺς ἀνθρώπους πού χάριζε τὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ δῆ τὸ δημιουργὸ τῶν ἀγγέλων, νὰ δῆ νὰ βαδίζη μὲ βήματα ἀνθρώπου ὁ φωτοδότης τοῦ οὐρανοῦ, ὑπέργειου φωτός. Ζητοῦσε νὰ δῆ πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καθισμένος στὸ νέφος πλημμύρισε μὲ φῶς τῶν πιστῶν τὰ ψυχικὰ μάτια.  Ζητοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ Ἰησοῦ, τὸν ὡραῖο, τὸν ποθητὸ, τὸ γλυκύ, ποὺ μὲ τὄνομά του δηλώνει καὶ τὴν πράξη.  Νὰ δῆ τὸ πορφυρόμαλλο πρόβατο, ποὺ τὸ αἶμα του ἔγινε τὸ τίμημα τῆς οἰκουμένης καὶ τὸ μαλλί του ἔντυσε τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸ βασιλιά του, τὸ πρόβατο τὸ βοσκό του, ὁ παραπλανημένος τὸ δρόμο του, ὁ σκοτισμένος τὸ φῶς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν κήρυκα τῆς εὐσεβείας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε γευτῆ τὴ γλυκύτητα τῆς θεογνωσίας.

     Ζητοῦσε νὰ δῆ ἄρρωστος τὴν ὑγεία του, πεινασμένος τὴν οὐράνια τροφή, διψασμένος τὴν ζωοδότρα πηγή. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν ἐμψυχωτὴ τῶν ἱερέων καὶ τὸν ξυπνητὴ τοῦ Λαζάρου. Ὤ, τὸ θεϊκὸ ἔρωτα! Ὤ, τὴν ἐπιθυμία! Ὤ, τὸ χρυσόφτερο ἔρωτα, ἤ καλύτερα τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἔχει. Ὁ θεϊκὸς ἔρωτας ποὺ τὸν ἐσήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἔκαμε κιόλα ν’ ἀνεβῆ στὸ δένδρο. Δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἐξακολουθήση νὰ βλέπη τὰ πράγματα τῆς γῆς, οὔτε καὶ νὰ συναστρέφεται τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τὴ θεία ἀγάπη ποθῶντας σρέφει τὸ βλέμμα στὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀπὸ τὰ γήινα τρέχει πρὸς τὰ οὐράνια, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν προθυμία του κι ἀφοῦ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο ἔψαχνε γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ μὲ   φαντασία βρισκόταν στὸν οὐρανό. Κι ὅταν εἶδε ὁ Ζακχαῖος τὸ Χριστὸ τοῦ μίλησε ταιριαστά.  Σ’ ἐσένα σήκωσα τὰ μάτια μου ποὺ κατοικεῖς στὸν οὐρανό. Εἶδε τὸν Κύριο ὁ Ζακχαῖος καὶ δυνάμωσε ἡ ἐπιθυμία του περισσότερο. Τὸν ἄγγιξε στὴν ψυχή κι ἔγινε διαφορετικὸς ἄνθρωπος· ἀπὸ τελώνης ζηλωτής, ἀπὸ ἄπιστος πιστός, ἀπὸ λύκος πρόβατο σφραγισμένο γιὰ τὴ σφαγή.  Ποιός νιώθει τέτοια ἐπιθυμία γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ποιός ἀγάπησε τὴ γυναίκα ἤ τὰ παιδιὰ του, ὅπως ὁ Ζαχκαῖος τὸν Κύριο, ὅπως φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ τετραπλάσια ἔδωσε σ’ ὅποιους ἐσυκοφάντησε.  Συμπεριφορὰ ἄριστη μαθητοῦ, καὶ δασκάλου ἐπιείκεια καὶ δύναμη θεϊκή· ἀπὸ τὴ θέα του μόνο ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖ στὴν πράξη.  Κανένα διδακτικό λόγο δὲν εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στὸ Ζακχαῖο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του τραβιόταν ἐπάνω ἡ δύναμη τῆς πίστεως.  Παρόμοιο ἔγινε καὶ στὴν αἱμορροοῦσα· ἦρθε κοντὰ στὸν Κύριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὴ θεραπεύση, μὰ δὲ δεχόταν νὰ τοῦ ἀγγίξη τὸ χέρι.  Κι ἐκείνη τοῦ ἀγγίζει κρυφά τὴν ἄκρη ἀπ’ τά ροῦχα του.  Καὶ τῆς θεραπείας τὴ δύναμη σὰ σφουγγάρι μὲ τὸ ἄγγιγμά της τὴν τράβηξε.  Κι ὁ Ζαχκαῖος ἐνεργοῦσε ἀσυναίσθητα, κινημένος ἀπὸ βία θεϊκὴ καὶ ἀπὸ πνευματικὸν ἔρωτα ἀναμμένος ἀνέβαινε στὴ μουριὰ. Ὁ Κύριος ὅμως ἀνακαλύπτοντας κάποιο μυστικὸ τοῦ λέει, κατέβα. Γνώρισα τὴν ψυχή σου, γνώρισα τὸν ἱερὸ ἔρωτά σου· Κατέβα.  Θυμήσου ὅτι κι ὁ Ἀδὰμ ὅτνα ἔνιωσε τὴ γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴ συκιά. Καὶ σὺ ποὺ θέλεις νὰ σωθῆς, μὴν τρέχῃς πάνω στὴ μουριά.  Πρέπει νὰ τὴν ξηράνω αὐτὴ τὴ μουριὰ καὶ νὰ φυτέψω ἄλλη, τὸ σταυρό.  Ἐκεῖνος εἶναι τὸ εὐλογημένο δέντρο καὶ σ’ αὐτὸ νὰ ὁδηγῆς τὰ βήματα τῆς ψυχῆς σου. Ἀπὸ αὐτὸ ἀκοντίζεσαι ἀμέσως στὸν οὐρανό. Ἐνῶ στῆς μουριᾶς τὰ φύλλα καὶ τὸ φίδι περιπλέκεται, καὶ σ’ αὐτὴ κρύβεται καὶ σ’ αὐτὴν ἐκλώσσησε τὰ μικρά του.  Κατέβα γρήγορα, προτοῦ ἀρχίση νὰ ψιθυρίζη στὴν ψυχή σου, ὅπως καὶ στὴν Εὔα ποὺ τὴν ἔπεισε νὰ δοκιμάση τὴ γλυκειὰ ἡδονή.  Κατέβα γρήγορα. Ὅσο στέκομαι ἐγώ, κατέβα ἀπ’ αὐτή· ὅταν τὸ βλέπω ἐγώ, ἐκεῖνο φιμώνεται.  Κατέβα γρήγορα, δὲ θέλω νὰ σ’ ἀφήσω πάνω στὴ μουριά, δὲ θέλω νὰ χαθῇς.  Δικὸ μου πρόβατο εἶσαι, σ’ ἐμένα ἔτρεξες.  Κατέβα γρήγορα καὶ περίμενέ με στὸ σπίτι σου.  Πρέπει νὰ ξεκουραστῶ ἐκεῖ. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ἐκεῖ ξεκουράζομαι. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ πηγαίνω. Ξέρω τί θὰ κάμης σὲ λιγο· ξέρω ὅτι θὰ δώσης ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου στοὺς φτωχοὺς καὶ πρῶτα ὅτι θὰ ἐπιστρέψης τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησες.  Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους μ’ εὐχαρίστηση φιλοξενοῦμε.  Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε βιαστικός, πῆγε στὸ σπίτι του κι ὑποδέχτηκε τὸν Ἰησοῦ.  Καὶ γεμᾶτος χαρά, εἶπε ἀφοῦ στάθηκε –οὔτε περπατῶντας, οὔτε καθισμένος ἀλλὰ ἀλλὰ ἀφοῦ στάθηκε, γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀμετάθετη ἀπόφασή του- καὶ ἀφοῦ στάθηκε μίλησε, ὅταν μὲ θερμὴ ψυχὴ κι ἀμεταμέλητη ἀπόφαση ἀποδυόταν στὸν ἀγῶνα. Ἤξερε ποῦ σπέρνει καὶ ποῦ ἦταν νὰ θερίση καὶ εἶπε· Δίνω στοὺς φτωχοὺς τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ γυρίζω τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησα. Ὤ ἄδολη ἐξομολόγηση, ποὺ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ καθαρή. Ἐξομολόγηση ἀθάμπωτη –μπροστὰ στὴν ἀθάμπωτη δόξα τοῦ θεοῦ- που εἶναι ἡ πίστη, ἡ πνοή της κι ἡ δικαιοσύνη, τὸ ἄνθος της. Αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης ἄς μᾶς κάμη ἄξιους ὁ Θεὸς τῶν ὅλων μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Μέγας Ευθύμιος: Ο ήλιος της ερήμου


Αληθινά κράζει ο προφήτης: «Αγαλλιάσθω η έρημος και ανθήτω ως κρίνον». Με τη θρησκεία του Χριστού γεμίσανε οι ερημιές από αγίους ανθρώπους, από άνθη πνευματικά. «Και αντί της στιβής, αναβήσεται κυπάρισσος, αντί δε της κονίζης, αναβήσεται μυρσίνη». Και ο υμνωδόςγια τον καθένα απ  ατος τους αγγελικούς κατοίκους της ερήμου, που είχανε το δάκρυ καθημερινό, αλλά όχι το δάκρυ της απελπισίας,αλλά της κατανύξεως το «χαροποιόν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας, και τοις εκ βάθους στεναγμοίς εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας, και γέγονας φωστήρ, τη οικουμένη λάμπων τοις θαύμασι, Ευθύμιε πατήρ ημών όσιε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.»

Ο άγιος Ευθύμιος ο Μέγας, που εορτάζει τη μνήμη του η Εκκλησία στις 20 του Ιανουαρίου, εστάθηκε ένας από τους φωστήρες της ασκητικήςπολιτείας. Γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας στα 377 μ.X. Αληθινά εκ κοιλίας μητρός ήτανε αγιασμένος, γιατί αφοσιώθηκε στο Θεό απότριών χρονών παιδί. Ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, που μόνασε στο κοινόβιο του αγίου Ευθυμίου ύστερα από την κοίμηση του αγίου, γράφει πως από τα πρώτα χρόνια της ηλικίας του το στόμα του αενάως δοξολογούσε το Θεό, η χαρά του ήτανε να πηγαίνει στην εκκλησία και ναακούγει τα άγια γράμματα με φόβο και κατάνυξη. «Τον δε μεταξύ χρόνον, οίκοι εσχόλαζεν εν τε τη προσευχή και τη ψαλμωδία και ταις των θείων λόγων αναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε και ημερεύων, ειδώς ότι ο μελετών εν νόμω Κυρίου ημέρας τε και νυκτός έσται ως και το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού».

Σαν έγινε 29 χρονών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησε τους αγίους Τόπους, έπειτα επισκέφθηκε τους πατέρας της ερήμου και τέλος κατοίκησε σ  να σπήλαιο της λαύρας του Φαράν, κ  ζοσε με τέλεια ακτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες για τη συντήρησή του. Εκεί κάθισε πέντε χρόνια, μ  ναν άλλον ασκητή Θεόκτιστο. Μετά τα πέντε χρόνια πήγανε από το Φαράν και ήβρανε μέσα σ  να ξεροπόταμο, που το λένε τώρα Ουάντι Δαμπόρ, ένα σπήλαιο απόγκρεμνο, κ  κε κατοικήσανε. Με τον καιρό πληθύνανε οι αδελφοί, και στο τέλος κάνανε έναμοναστήρι κοινόβιο, το πρώτο που γίνηκε στην Παλαιστίνη, και μέσα σ  ατ οι μοναχοί ζούσανε με άκραν αυστηρότητα. Ο μέγας Ευθύμιος,ο ηγούμενός του, έλεγε: «Οφείλει είναι ο μοναχός όλος οφθαλμός, πάντοθεν εαυτόν περισκέπην ακοίμητον έχων προς την αυτού φυλακήν το της ψυχής όμμα, ως εν μέσω παγίδων διοδεύων αεί». Από την αυστηρότητα του βίου κάποιοι μοναχοί απαυδήσανε και θέλανε να φύγουνε.«Τα κελλία στενά λίαν και απαραμύθητα ήσαν, ούτως αυτά του Μεγάλου Ευθυμίου κελεύσαντος».

Χρειάζεται πολύ χαρτί και μελάνι για να γράψει κανένας καταλεπτώς την πολιτεία του αγίου Ευθυμίου, τα λόγια του που σωθήκανε στο βίο του, τα θαύματά του και την κοίμησή του. Η αγιότητά του ακούσθηκε σ  λη τη χριστιανοσύνη. Ονομάσθηκε «μέγας φωστήρ και ήλιος τηςερήμου». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 20 Ιανουαρίου του έτους 473 μ.X., ημέρα Σάββατο, σε ηλικία 97 χρονών. «Ην δε το είδος αυτού αγγελικόν,η έξις άπλαστος (αφελής, απροσποίητη), το ήθος πραΰτατον, η δε φαινομένη του σώματος αυτού όψις στρογγυλοειδής τε υπήρχε και φαιδρά και λευκή και ευόμματος. Ην δε υποκόλοβος την ηλικίαν και ολοπόλιος, έχων τον πώγωνα μέγαν, φθάνοντα έως της κοιλίας, καιασινή πάντα τα μέλη· ούτε γαρ οι οφθαλμοί αυτού η οι οδόντες η έτερον μέλος το παράπαν εβλάβη αλλά στερρός τε και πρόθυμος ων ετελειώθη».

Ένα από τα πολλά θαύματα που έκανε είναι και το ακόλουθο, που το διηγήθηκε στον Κύριλλο, ο οποίος έγραψε το βίο του αγίου Ευθυμίου,ένας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, για τον πάππο του που είχε το ίδιο όνομα και που τον έγιανε ο άγιος. Αυτός λοιπόν ογέρο – Τερέβωνας, τον καιρό που ήταν ακόμα παιδί παράλυσε το μισό κορμί του, το δεξιό μέρος, από το κεφάλι έως τα πόδια. Ο πατέρας του Ασπέβετος, που ήτανε κι  ατς φύλαρχος, ήτανε απαρηγόρητος, γιατί οι γιατροί δεν μπορέσανε να δώσουνε ωφέλεια στο παιδί του. Βρισκότανε στην Αραβία κ  εχανε στήσει τα τσαντήρια τους. Όπου, μια νύχτα, βλέπει το άρρωστο παιδί στον ύπνο του έναν καλόγερο με μακριά γενειάδα και του λέγει: «Τι ασθένεια έχεις;» Κ  κενο έδειξε το παράλυτο μέρος του κορμιού του. Κι  μοναχός του λέγει πάλι: «Ο,τι τάξεις στο Θεό, θα το κάνεις, αν ελευθερωθείς από την αρρώστια;» Και το παιδί είπε: «Ναι». Τότε του λέγει ο γέροντας: «Εγώ είμαιο Ευθύμιος, που κάθουμαι στην έρημο, δέκα μίλια ανατολικά της Ιερουσαλήμ, μέσα στο ξεροπόταμο που είναι νοτινά από το δρόμο που πηγαίνει στην Ιεριχώ. Αν θέλεις να θεραπευθείς, έλα σε μένα κι  Θεός θα σε γιατρέψει».

Το πρωί, είπε το όνειρο το παιδί στον πατέρα του, κ  κενος αμέσως πρόσταξε να σηκώσουνε τις τέντες και να τραβήξουνε κατά το μοναστήρι του αγίου Ευθυμίου, που το βρήκανε ρωτώντας. Οι μοναχοί, σαν είδανε το πλήθος των βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχά οΘεόκτιστος κατέβηκε και τους ρώτησε τι ζητάνε. Κ  κενοι του είπανε «τον Ευθύμιο, το δούλο του Θεού». Επειδή όμως ο άγιος Ευθύμιοςησύχαζε κ  εχε δώσει παραγγελία να μην τον ανησυχήσουνε ως το Σάββατο, είπε στον Ασπέβετο να περιμένουνε. Αλλά ο δυστυχής πατέρας του έδειξε το παιδί που κειτότανε ξυλιασμένο και τον παρακάλεσε να τον λυπηθεί. Τότε ο Θεόκτιστος πήγε και είπε στον άγιο τηνιστορία. Κ  κενος κατέβηκε, και σαν είδε το παιδί, έκανε προσευχή πολλήν ώρα, ύστερα το σταύρωσε, και παρευθύς έγινε καλά οΤερέβωνας. Βλέποντας οι Αραπάδες αυτό το θαύμα, γονατίσανε και φιλούσανε τα πόδια του αγίου, και τον παρακαλούσανε να τους βαφτίσει. Τότε ο άγιος παράγγειλε να κάνουνε μία μικρή κολυμβήθρα σε μια γωνιά της σπηλιάς, που σώζουνταν ως τον καιρό που ταέγραφε ο Κύριλλος, κι  φο τους κατήχησε, τους βάφτισε. Τους κράτησε στο μοναστήρι σαράντα μέρες για να τους διδάξει τα της θρησκείας, κ  στερα φύγανε. Ένας μοναχά απόμεινε στο μοναστήρι, ο θείος του Τερέβωνα, Τερέβωνας κι  ατός, αδελφός της μητέρας του, και χειροτονήθηκε καλόγηρος, και μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού έδωσε πολλά χρήματα για να μεγαλώσουνε το μοναστήρι. Στάθηκε τύπος και υπογραμμός στην ευσέβεια, και κοιμήθηκε εν ειρήνη.

Μια Κυριακή λειτουργούσε ο άγιος Ευθύμιος, και κατά τα συνηθισμένα κάποιος ευλαβέστατος μοναχός Δομετιανός στεκότανε στα δεξιά της αγίας Τραπέζης βαστώντας το λειτουργικό ριπίδι, κι  Μαρίνος ο Σαρακηνός στεκότανε κοντά στο θυσιαστήριο, ακουμπώντας τα χέρια του στα κάγκελα. Άξαφνα βλέπει φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να απλώνεται απάνω στο θυσιαστήριο σαν νάτανε σεντόνι πύρινο, και σκέπασε το μέγα Ευθύμιο και το μακάριο Δομετιανό. Και έμεινε έτσι σ  λο το χερουβικό. «Τούτο δε το θαύμα ουδείς είδεν ειμή οι όντες του πυρός ένδον, και Τερέβων, και ο Χρυσίππου αδελφός Γαβρήλιος ο Καππαδόκης, ευνούχος ων από γεννήσεως και δι εκοσιπέντε ενιαυτών τότε εις την εκκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθείς ο Τερέβων, έφυγεν εις τα οπίσω, και από τότε ουκέτι προέθετο επιστηρίζεσθαι τω καγκέλω του ιερατείου, καθ  ν είχε συνήθειαν τολμηρώς και θρασέως τούτο ποιείν κατά την ώραν της θείας προσκομιδής, αλλ  πίσω πλησίον της θύρας της εκκλησίας ίστατο, μετά φόβου και ευλαβείας κατά την της συνάξεως ώραν κατά την κελεύουσαν εντολήν ευλαβείς έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ και μη καταφρονητάς».

Πηγή: Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996 Φώτης Κόντογλου

Αναζήτηση