του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε το 580 μ. Χ. στην Κωνσταντινούπολη από οικογένεια ευγενή και έκανε λαμπρές θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Γύρω στο 610 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος του εμπιστεύθηκε την θέση του πρώτου γραμματέα του, την οποία ο άγιος ετίμησε και ελάμπρυνε με την εντιμότητα και ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Μετά από τρία – τέσσερα χρόνια, όμως, εγκατέλειψε αυτήν την περιζήτητη θέση και έγινε μοναχός σε Μοναστήρι στην Χρυσούπολη (Σκούταρι), στην άλλη όχθη του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Το 618 απέκτησε έναν αφοσιωμένο μαθητή, τον μοναχό Αναστάσιο, ο οποίος έμεινε κοντά του σε όλη του την ζωή κι ακόμα είχε τον ίδιο με αυτόν μαρτυρικό θάνατο.
Ο άγιος Μάξιμος πέρασε όλη την ζωή του ως απλός μοναχός, παρά το ότι υπήρξε η πιο λαμπρή διάνοια της εποχής του. Αγωνίστηκε με ανδρεία και ζήλο εναντίον των αιρετικών μονοθελητών. Η σύγκληση της Συνόδου του Λατερανού το 649 από τον πάπα Μαρτίνο τον Α , που κατεδίκασε τον μονοθελητισμό, οφείλεται στον αγώνα και τις προσπάθειες του αγίου Μαξίμου, ο οποίος πήγε στην Ρώμη γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι αποφάσεις της Συνόδου αυτής στάλθηκαν σε όλον τον κόσμο. Ο άγιος Μάξιμος, όμως, συνελήφθη, βασανίσθηκε σκληρά και εξορίσθηκε στην Βιζύη της Θράκης. Στην συνέχεια, του έκοψαν την γλώσσα και το δεξί του χέρι και τον έστειλαν σε καινούργια εξορία στην Λαζική, στην ανατολική παραλία της Μαύρης θάλασσας. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών, εξαντλημένος από τα μαρτύρια και τα γεράματα. Εξακολουθεί όμως να διδάσκη και να εμπνέη με τα συγγράμματά του, τα οποία αποπνέουν την ευωδία του Αγίου Πνεύματος. Σημαντικότερα από αυτά είναι: «Λόγος ασκητικός», «400 Κεφάλαια Περί Αγάπης», «Ερωτήσεις και Αποκρίσεις», «100 Γνωστικά Κεφάλαια», «Περί Διαφόρων Αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου», «Εις την Προσευχή του Πάτερ ημών», «Μυσταγωγία» και άλλα.
Ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον. Σημαντικά και αξιοπρόσεκτα είναι τα όσα γράφει ο άγιος Μάξιμος στον πρόλογο του λόγου του περί ασκητικού βίου και περί αγάπης, που απευθύνει προς «Ελπίδιον Πρεσβύτερον», ο οποίος, όπως φαίνεται, του εζήτησε αυτόν τον λόγο? «παρακαλώ δε τούτο? μη εις όχλησιν ηγείσθαι τα ειρημένα? επιταγήν γαρ πεπλήρωκα».
Στην αρχή, διασαφηνίζει ότι όλα όσα αναφέρονται σ’ αυτό το κείμενο δεν είναι στοχασμοί της διανοίας του, αλλά απόσταγμα της σοφίας των αγίων Πατέρων, των οποίων εμελέτησε τους λόγους και στην συνέχεια, υποδεικνύει στον παραλήπτη του λόγου τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπη να μελετά, για να ωφελήται πνευματικά. Μελετώντας, θα πρέπη να προσπαθή να θηρεύη την ωφέλεια που προέρχεται από τους λόγους παραβλέποντας το ακαλλές των λέξεων και να εύχεται και για τον συγγραφέα. Από ταπείνωση δε προσθέτει ότι ο συγγραφέας του εν λόγω πονήματος είναι έρημος πάσης πνευματικής ωφελείας. Επίσης, τονίζει ότι η μελέτη των πνευματικών πονημάτων πρέπει να γίνεται όχι από περιέργεια, αλλά με φόβο Θεού και αγάπη, επειδή χωρίς την Χάρη του Θεού δεν θα μπορέση να αντιληφθή το βάθος των αναγινωσκομένων, προκειμένου να ωφεληθή από αυτά. «Εάν κάτι το οποίο ανακαλύπτεται από τα αναγινωσκόμενα φανή χρήσιμο στην ψυχή, θα φανή σίγουρα χρήσιμο μόνον με την Χάρη του Θεού σε εκείνον ο οποίος μελετά με φόβο Θεού, αγάπη και χωρίς περιέργεια. Όποιος, όμως, μελετά αυτό το πόνημα η και οποιοδήποτε άλλο, όχι για να ωφεληθή πνευματικά, αλλά για να θηρεύση λέξεις προκειμένου να κατηγορήση αυτόν που το συνέγραψε και να παραστήση, ως υπερήφανος, τον εαυτό του σοφότερο του συγγραφέως, αυτός δεν πρόκειται ποτέ να βρη κάτι ωφέλιμο από οποιοδήποτε βιβλίο».
Το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει και με τους ακροατάς των πνευματικών λόγων. Όσοι επιθυμούν να τραφούν πνευματικά, να στηριχθούν και να παρηγορηθούν, θα πρέπη να ακροώνται με ταπείνωση και φόβο Θεού. Επίσης, θα πρέπη να προσεύχονται για τον εξ ύψους φωτισμό του ομιλητή, αλλά και για να ανοίξη ο Θεός τον νουν τους, ούτως ώστε να καταλάβουν όσα θα ακούσουν. Αντίθετα, εάν προσπαθούν να θηρεύσουν λέξεις, να τις απομονώσουν και να κατακρίνουν τον ομιλητή, δεν πρόκειται ποτέ να ωφεληθούν.
Δεύτερον. Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα αναφέρει ο άγιος Μάξιμος, σχετικά με τον λόγο του Θεού, στο τέλος της πρώτης εκατοντάδος των Κεφαλαίων περί Θεολογίας. «Το μάννα, που δόθηκε στον Ισραηλιτικό λαό στην έρημο είναι ο λόγος του Θεού, ο οποίος επαρκεί προς κάθε ηδονή αυτών οι οποίοι τον τρώγουν και αλλάζει γεύση ανάλογα με την διαφορά της επιθυμίας τους, επειδή έχει ποιότητα κάθε πνευματικής τροφής. Γι’ αυτό και σε αυτούς που είναι αναγεννημένοι πνευματικά γίνεται λογικό άδολο γάλα. Στους ασθενείς γίνεται λάχανο και ενισχύει την δύναμη της ψυχής που ασθενεί. Σε αυτούς δε, που έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής προς διάκριση καλού και κακού, δίδει στερεά τροφή». Και καταλήγοντας λέγει ότι «τα χαρίσματα, τα οποία λαμβάνει κανείς στην παρούσα ζωή, έστω και αν τα λάβη σε τέλειο βαθμό, και πάλι είναι κάτι το ελάχιστο και μέτριο σε σύγκριση με τα μελλοντικά αγαθά».
Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι ο λόγος του Θεού είναι το πνευματικό μάννα, το οποίο έχει την δυνατότητα να τρέφη όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αφού έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται σε γάλα η στερεά τροφή, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση αυτού που τον μελετά η τον ακούει.
Τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ερμηνεύουν αλάνθαστα την Αγία Γραφή, δεν τους κρίνουμε, αλλά ακροώμεθα η μελετούμε τους λόγους τους με ταπείνωση, φόβο Θεού και αγάπη. Έτσι, έχουμε την δυνατότητα να τραφούμε πνευματικά, να στηριχθούμε, αλλά και να αποκτήσουμε πνευματικά αντισώματα, για να μπορούμε να αντέχουμε στα δύσκολα
Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση"
http://www.gerontas.com/content/view/2023/166/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου